20 Ιουνίου 2019

Εγκληματικό λοκ άουτ των καπιταλιστών της υγείας

Εδώ και καιρό οι καπιταλιστές της υγείας έχουν προχωρήσει σε ένα ιδιότυπο λοκ άουτ, καθώς δεν λειτουργούν («απεργούν») επί τριήμερα ως μέσο πίεσης για τις οικονομικές απαιτήσεις τους από το Δημόσιο, δηλ. από τον ΕΟΠΥΥ.

Τώρα συ­νε­χί­ζουν με έτερη μορφή λοκ-άουτ, ζη­τώ­ντας από τους ασφα­λι­σμέ­νους να πλη­ρώ­σουν για τις εξε­τά­σεις τους το σύ­νο­λο του ποσού που θα έπρε­πε να πλη­ρώ­σουν τα ασφα­λι­στι­κά τα­μεία, δηλ. το 85% του κό­στους της εξέ­τα­σης.
Απο­τέ­λε­σμα φυ­σι­κά είναι όλοι οι ερ­γα­ζό­με­νοι και οι συ­ντα­ξιού­χοι να αδυ­να­τούν να κά­νουν τις απα­ραί­τη­τες για τη ζωή τους εξε­τά­σεις, αφού είναι αδύ­να­τον να πλη­ρώ­σουν τέ­τοια ποσά (π.χ. σε μια μα­γνη­τι­κή το­μο­γρα­φία η συμ­με­το­χή του ασφα­λι­σμέ­νου ήταν 16,6 ευρώ, ενώ το ποσό που κα­λεί­ται να πλη­ρώ­σει τώρα είναι 100 ευρώ!). Φυ­σι­κά το υπουρ­γείο Υγεί­ας δη­λώ­νει προς τους ασφα­λι­σμέ­νους ότι δεν πρό­κει­ται να τους κα­τα­βά­λει τα όποια ποσά πλη­ρώ­σουν σε δια­γνω­στι­κά κέ­ντρα.

Πέτρος Τσάγκαρης 

Οι προη­γού­με­νες κυ­βερ­νή­σεις είχαν στή­σει για τους επι­χει­ρη­μα­τί­ες της υγεί­ας ένα τρελό πάρτι, κα­τα­στρέ­φο­ντας και κα­ταρ­γώ­ντας τη δυ­να­τό­τη­τα των δη­μό­σιων φο­ρέ­ων (κυ­ρί­ως των νο­σο­κο­μεί­ων) να πραγ­μα­το­ποιούν δια­γνω­στι­κές και απει­κο­νι­στι­κές εξε­τά­σεις.

Τα διά­φο­ρα δια­γνω­στι­κά κέ­ντρα που ξε­πε­τά­γο­νταν σαν μα­νι­τά­ρια σε όλη την Ελ­λά­δα από τις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 ήταν ου­σια­στι­κά η πρώτη φάση της πο­ρεί­ας ιδιω­τι­κο­ποί­η­σης της υγεί­ας. Ο υπο­γρά­φων ως καρ­κι­νο­πα­θής έχει ιδία εμπει­ρία από αυτή τη δια­δι­κα­σία και στην Ελ­λά­δα αλλά και στη Γερ­μα­νία.

Η ση­με­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση φυ­σι­κά δεν τα «έβαλε» (ούτε) με αυ­τούς τους κα­πι­τα­λι­στές. Πώς θα μπο­ρού­σε να γίνει άλ­λω­στε αφού κο­ρυ­φαίο κυ­βερ­νη­τι­κό στέ­λε­χος συν­δέ­ε­ται άμεσα με τέ­τοιο δια­γνω­στι­κό κέ­ντρο στην Άρτα;

Το ση­με­ρι­νό αί­τη­μα των ιδιο­κτη­τών των κέ­ντρων, τους οποί­ους συ­ντο­νί­ζει ο γνω­στός Πα­τού­λης, είναι να τους κα­τα­βά­λει το Δη­μό­σιο 60 εκατ. ευρώ που τους χρω­στά­ει από το 2009. Κι όχι μόνον αυτό. Ζη­τούν να δια­γρα­φούν δικά τους χρέη ύψους 60 εκατ. ευρώ, οφει­λή που προ­έ­κυ­πτε από τον μνη­μο­νια­κό νόμο του 2013 περί clawback. Βέ­βαια η κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ τους έχει ήδη κα­τα­βά­λει πάνω από 200 εκατ. ευρώ για την πε­ρί­ο­δο 2013-2018. Μά­λι­στα το 2018 η κυ­βέρ­νη­ση αύ­ξη­σε το όριο δα­πά­νης για τα δια­γνω­στι­κά κέ­ντρα από 328 εκατ. που ήταν το 2014 σε 357 εκατ. ευρώ. Στις τω­ρι­νές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις με την κυ­βέρ­νη­ση αύ­ξη­σε, για το 2019, το ποσό αυτό φτά­νο­ντάς το στα 366 εκατ. Και μετά ο υπ. Υγεί­ας, Α. Ξαν­θός, δε­σμεύ­θη­κε για άλλα 30 εκατ. εκτο­ξεύ­ο­ντας στα 400 εκατ. ευρώ τα δη­μό­σια χρή­μα­τα που θα πάνε στους κα­πι­τα­λι­στές αυ­τούς.

Η αλη­τεία των με­γά­λων ΜΜΕ φυ­σι­κά που σχε­δόν όλα τους δια­πλέ­κο­νται ΚΑΙ με εξε­τα­στι­κά κέ­ντρα βρί­σκει δί­καια τα αι­τή­μα­τα των κα­πι­τα­λι­στών του κλά­δου. Βρί­σκει επί­σης δί­καιη την ανα­τρο­πή μνη­μο­νια­κών νόμων. Αν απερ­γού­σαν βέ­βαια οι ερ­γα­ζό­με­νοι στον κλάδο ή στα δη­μό­σια νο­σο­κο­μεία, τότε τα ίδια ΜΜΕ θα βυσ­σο­δο­μού­σαν για τους «ανεύ­θυ­νους που παί­ζουν με την υγεία των πο­λι­τών». Και φυ­σι­κά θα έβρι­σκαν πα­ντε­λώς ιε­ρό­συ­λο πράγ­μα την ανα­τρο­πή μνη­μο­νια­κού νόμου.

Το ση­με­ρι­νό λοκ-άουτ οι κα­πι­τα­λι­στές δεν θα το τολ­μού­σαν τους πρώ­τους μήνες της κυ­βέρ­νη­σης ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Τότε ο λαός θα έμπαι­νε μπρο­στά και θα υπο­χρέ­ω­νε με τη βία το να ανοί­ξουν τα δια­γνω­στι­κά κέ­ντρα και να πε­ριο­ρί­σουν τις απαι­τή­σεις τους στη συμ­με­το­χή του ασφα­λι­σμέ­νου. Όμως τώρα μπο­ρούν να κά­νουν αυτό το λοκ-άουτ και να μην ανοί­γει μύτη. Γιατί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ φρό­ντι­σε να υπνω­τί­σει το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και να εξα­φα­νί­σει ή να κα­τα­στεί­λει με τη βία, κάθε άλλο διεκ­δι­κη­τι­κό κί­νη­μα («δεν πλη­ρώ­νω», κί­νη­μα κατά των πλει­στη­ρια­σμών κ.λπ.).

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, βέ­βαια, απαι­τεί­ται αντί­στα­ση στο λοκ-άουτ των δια­γνω­στι­κών. Όχι για να τα­χθού­με στο πλευ­ρό της κυ­βέρ­νη­σης, αλλά για να υπε­ρα­σπί­σου­με το δι­καί­ω­μά μας στη ζωή.