11 Ιουνίου 2019

Επιχειρώντας μια γενική επισκόπηση στο πώς φτάσαμε στο 2010 (Με μια σύντομη ειδική εστίαση στο ασφαλιστικό)

του Βασίλη Δημ. Χασιώτη

Εισαγωγή

Το 2010 οι «αγορές» ποτέ δεν θα μας απέκλειαν από αυτές, και, πάντως, δεν θα έρχονταν το ΔΝΤ ως «σωτήρας», αν προηγούμενα δεν εύρισκαν εδώ πρόθυμη ηγεσία όχι να γλυτώσει τους ιδιώτες δανειστές, (διότι αρκούσε μια αναδιάρθρωση του χρέους ώστε να ξεπεραστεί το -πραγματικό – πρόβλημα ρευστότητας που είχε παρουσιαστεί το πρώτο εξάμηνο του 2010, και, ασφαλώς, με μια ουσιαστική διαρθρωτική μεταρρύθμιση στον τομέα της λειτουργίας του Κράτους, σε ένα λογικό βάθος χρόνου, κι εκεί θα τέλειωναν όλα), και, «ευκαιρίας δοθείσης», να βοηθήσει τις «αγορές» (και το ΔΝΤ) να επιπέσουν ως Κατοχική Δύναμη στη χώρα την οποία και μετέβαλαν σε γερμανική αποικία, γερμανικό προτεκτοράτο, να μετατρέψει το ιδιωτικό χρέος σε διακρατικό, υπάγοντάς το ταυτόχρονα από το ελληνικό στο αγγλικό δίκαιο.
Ήδη πριν τον Μάιο του 2010 είχαν ληφθεί επαρκή μέτρα ικανά να «καθησυχάσουν» τις αγορές, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ασφαλώς και δεν αγνοούσαν την πραγματική κατάσταση της χώρας, που δημοσιονομικά, την περίοδο εκείνη, είχε και πολλές άλλες χώρες της ευρωζώνης να ταλανίζονται λόγω της παγκόσμιας κρίσης με επίσης σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα και με εκτροχιασμένους τους κρατικούς τους προϋπολογισμούς. 

Το Ασφαλιστικό

Το 2010, ΟΥΔΕΙΣ υποστήριζε ότι το ασφαλιστικό δεν θα άντεχε έως το 2012 οπότε και κατέρρευσε λόγω PSI, αντίθετα, όλη η κουβέντα γίνονταν αν ήταν βιώσιμο για τις επόμενες δεκαετίες. Που πήγαν τα αποθεματικά και η περιουσία των Ταμείων ώστε εντός δύο ετών, να μετατραπούν σε ερείπια; Τι συνέβη; Μήπως σε μια στιγμή παράκρουσης όλα αυτά ρευστοποιήθηκαν και μοιράστηκαν στους συνταξιούχους ώστε δικαίως να τους ζητούνται πίσω ως αχρεωστήτως καταβληθέντα; 

Το Ασφαλιστικό πρόβλημα χρησιμοποιήθηκε κατά τρόπο εμβληματικό εκ μέρους της Αθλιότητας (και λέγοντας Αθλιότητα μονάχα εν μέρει αναφέρομαι στον ηθικό παράγοντα, διότι κυρίως με την λέξη αυτή, περιγράφω ένα Εθνικό Έγκλημα, εφάμιλλο του Δωσιλογισμού της περιόδου 1941-1944). Η προπαγάνδα της Αθλιότητας επιχειρηματολόγησε με βάση (και ) αυτό το πρόβλημα, το οποίο ανήχθη σε ένα εκ των πλέον κρισίμων εθνικών προβλημάτων, που οδήγησε τη Χώρα σε σταδιακή υπερχρέωση, σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό το 2010, και στα Μνημόνια εν τέλει. (Το έτερο εξίσου σημαντικό και εμβληματικό πρόβλημα στο οποίο εστίασε η Αθλιότητα ήταν ο «απαράδεκτα μεγάλος αριθμός» των εργαζόμενων στον Δημόσιο Τομέα και της οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγονταν, ενώ, στην πορεία προστέθηκαν και οι αποδοχές των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, που κι αυτοί κρίθηκαν «απαράδεκτα υψηλοί» σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα του τομέα αυτού (και αιτία σε στο -σημαντικό όπως εξελίχθηκε το ζήτημα- της ίδιας της έλλειψης «επαρκούς ανταγωνιστικότητας») και την παραγωγικότητα της ίδιας της εργασίας). 

Μένοντας στο ασφαλιστικό πρόβλημα, (η αντίκρουση της επιχειρηματολογίας για την δικαιολόγηση της «σφαγής» των μισθωτών εκ μέρους της Αθλιότητας, εκφεύγει του σκοπού του παρόντος άρθρου, το έχω όμως πράξει σε άλλα άρθρα μου), η Μνημονιακή Αθλιότητα προκειμένου να το θεμελιώσει και να το αναγάγει σε αδιαμφισβήτητη «απόδειξη» της συμμετοχής του ζητήματος αυτού σε ένα εκ των καθοριστικών παραγόντων, αν όχι τον πιο καθοριστικό, που οδήγησε τη Χώρα στη Κρίση του 2010, στην ουσία το 2010 «έσπασε» ένα «κακό σπυρί» που κακοφόρμιζε για δεκαετίες, και κυρίως, προκειμένου να δικαιολογήσει ό,τι στη συνέχεια η ίδια αποκαλούσε «διαρθρωτικές παρεμβάσεις» στο Ασφαλιστικό, που όμως στην ουσία, (δεν ήταν καν «παρεμβάσεις», ήταν μια γυμνή και άνευ ορίων λεηλασία των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων και των συντάξεων που ελάμβαναν οι απόμαχοι της εργασίας, και μάλιστα ήδη πολλά χρόνια πριν το 2010, διότι στο λεξιλόγιο της Αθλιότητας οι λέξεις έχουν τη δική τους σημασία, καθόλου συμβατή με ό,τι κείται πέραν αυτής), απλά αρκέστηκε σε αφορισμούς για ένα δήθεν «πλουσιοπάροχο Κοινωνικό Κράτος», σε γενικότητες για δήθεν «υψηλές συντάξεις» ή σε όντως συνωδά προς το ζήτημα αυτό υπαρκτών σοβαρών προβλημάτων, όπως το δημογραφικό, που σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούν να εξηγήσουν και κυρίως αιτιολογήσου την πτώχευση της Χώρας το 2010, εστιάζοντας πάντως, με ιδιαίτερη εμμονή στη «συνταξιοδοτική δαπάνη», η οποία, στην αρχή, αντιμετώπισε την κατηγορία ότι εξέφραζε ένα απαράδεκτα υψηλό επίπεδο «παροχών», μετά, όταν είχαν περικοπεί τόσο οι συντάξεις ώστε ούτε και οι πλέον ένθερμοι οπαδοί της Αθλιότητας -πλην ελαχίστων εκ των πλέον «πυρακτωμένων» με τα νάματά της- τολμούσαν τις ήδη αγρίως πετσοκομμένες συντάξεις να τις αποκαλούν «υψηλές», επειδή όμως έπρεπε να περικοπούν κι άλλο, έβγαλαν από την ναφθαλίνη τον «δημογραφικό παράγοντα», τον παράγοντα δηλαδή, που οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης της Χώρας επί δεκαετίες και που τέλος την έριξαν στη Χώρα, ουδέποτε είχαν αντιμετωπίσει στα σοβαρά στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης εθνικής δημογραφικής πολιτικής, (τον θυμόντουσαν όταν κατά καιρούς έκαναν κι αυτές τις δικές του «ασφαλιστικές παρεμβάσεις» μετά την κάθε μια από τις οποίες μας διαβεβαίωναν ότι το «ασφαλιστικό πρόβλημα» «σώθηκε»). Μάλιστα, «ευκαιρίας δοθείσης», ο δημογραφικός παράγων χρησιμοποιήθηκε όχι μονάχα για να «δικαιολογήσει» τη «μη βιωσιμότητα» του Ασφαλιστικού Συστήματος, άρα, την άγρια επιδρομή στις συντάξεις και τα Ταμεία, αλλά, και για άλλους λόγους, εξίσου σημαντικούς, όπως π.χ., να δικαιολογήσουν την παράνομη μετανάστευση (προς τη Χώρα μας), άλλοι μεν στα πλαίσια της ιδεοληψίας τους άλλοι δε στη βάση της πολύ πιο συνειδητής επί του θέματος στάσης τους αφού οι μετανάστες θα συνέβαλαν αποφασιστικά στην επίλυση του δημογραφικού μας προβλήματος. Όμως, το δημογραφικό πρόβλημα, δεν είναι ένα πρόβλημα που αφορά μονάχα την Ελλάδα. Ολάκερη η Ευρώπη αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα, εξίσου έντονο, εξίσου μακροχρόνιο, και εξίσου άλυτο, και επισημαίνεται συχνά πυκνά, και από τα ίδια τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης, και από άλλους Διεθνείς Οργανισμούς. Όμως, δεν γνωρίζω, τουλάχιστον μέχρι την εφαρμογή των ελληνικών Μνημονίων, καμία χώρα της Ευρώπης να προέβη σε «παρεμβάσεις» στο επίπεδο των συντάξεών τους, με τον τρόπο και στο μέγεθος που έγινε στην Ελλάδα, όπου, επαναπροσδιορίσθηκαν και συντάξεις που λαμβάνονταν δεκαετίες πριν την επιβολή των Μνημονίων, όπως δε γνωρίζω και καμία Χώρα στην Ευρώπη να έχει κηρύξει σε κατάσταση πτώχευσης τον Ασφαλιστικό της τουλάχιστον τομέα, και συνεπώς, προέβησαν, όπως συνέβη και στην Ελλάδα, σε «περικοπές» συντάξεων τύπου Ελλάδας, διότι τουλάχιστον στο ζήτημα αυτό, το δημογραφικό, μπορούμε να υπερηφανευτούμε, πως είμαστε «Ευρωπαίοι»! Τι συνέβη λοιπόν; Μήπως ότι το επιχείρημα που επιστράτευσε η Αθλιότητα περί «πλουσίων συνταξιοδοτικών παροχών», και άλλα παρόμοια, δεν είναι παρά ό,τι μπορεί μονάχα να κάνει η Αθλιότητα; Δηλαδή να προπαγανδίζει και ψεύδεται το ίδιο Αθλίως; Πόσο «πλουσιότερες» είναι οι ελληνικές συντάξεις από άλλες Χώρες της Ευρώπης, και μάλιστα εκείνες προς τις οποίες ευλόγως η Ελλάδα προσβλέπει να συγκλίνει και, όπως λέγεται, επιτυχώς συνέκλινε μέχρις ότου, μαζί με άλλα πράγματα που κατέρρευσαν το 2010, κατέρρευσε, ισχυρίζονται όσοι επικροτούν τα Μνημόνια, και ο «ελληνικός μύθος» της σύγκλισης προς τις οικονομικά αναπτυγμένες Χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, («ελληνικός, διότι μονάχα η Ελλάδα ως φαίνεται υπήρξε ο Μεγάλος Ευρωπαίος Ασθενής), και ότι τώρα, μονάχα προς τις Χώρες της βαλκανικής μας γειτονιάς μπορούμε να ελπίζουμε σε κάποια μελλοντική κοινωνική και οικονομική «ανάταση» και «ανάσταση»; Γιατί δεν κάνουν ένα κόπο να μας πουν, αυτές οι «πλούσιες» συνταξιοδοτικές παροχές, πόσο «πλουσιότερες» είναι, από άλλες αναπτυγμένες Χώρες. Και φυσικά, εδώ περιμένω μια ανάλυση, κατ’ αρχήν απολύτως τεχνοκρατική (παρακαλώ δε πολύ, από την «ανάλυση» να απόσχουν οι «αναλυτές» που βρίσκονται στην ιδεολογική, πολιτική ή άλλη υπηρεσία της Αθλιότητας αλλά και οι ιδεοληπτικοί πάσης αποχρώσεως). Μια ανάλυση που να μας λέει ότι, επί ίσων παροχών, επί ίσων εισοδημάτων επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, πόσες ασφαλιστικές εισφορές καταβάλει υποχρεωτικώς ο ασφαλισμένος στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας του, αλλά επίσης, οι ίσες παροχές να αντιστοιχούν και σε όμοιες δραστηριότητες, π.χ., ο συνταξιούχος σιδηροδρομικός στη Γερμανία, να συγκριθεί με τον Έλληνα συνάδελφό του. Και αν τελικώς από μια τέτοια ανάλυση προκύψει ότι το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα είναι πιο «πλουσιοπάροχο», να δούμε πόσο πιο «πλουσιοπάροχο» είναι. Είναι 10% περισσότερο, 30% περισσότερο, 50% περισσότερο, 80% περισσότερο; Ή μήπως, μια σε βάθος συγκριτική ανάλυση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας με τα ασφαλιστικά συστήματα των αναπτυγμένων Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αναδείκνυαν ότι η «απόσταση» της «γενναιοδωρίας» δεν είναι και τόσο μεγάλη, ιδίως αν λάβουμε υπόψη στην ανάλυσή μας, όπως οφείλουμε, και τις μη χρηματικές πρόνοιες (ποσοτικές και ποιοτικές) που οι ασφαλισμένοι στις Χώρες εκείνες απολαμβάνουν σε όλα τα επίπεδα (από την υγεία, ίσαμε και τα όποια επιδόματα και άλλες παροχές); Ή μήπως τα δημόσια έσοδα δεν επαρκούσαν να πληρώνει το Κράτος τις ανελαστικές του δαπάνες, πρώτες και καλύτερες ήταν οι μισθοί του Δημοσίου και οι συντάξεις (οι οποίες συντάξεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε, αποτελούσαν -και αποτελούν- όχι «τρέχουσα καθαρή δαπάνη» υπό την έννοια ότι πρέπει να βρεθούν χρήματα για τις συντάξεις, μα επιστροφή χρημάτων στους δικαιούχους τους, χρημάτων παρακρατημένων από το Κράτος επί δεκαετίες, χρημάτων που έπρεπε να βρίσκονταν ακέραιες στα Ταμεία, χρημάτων την εγγύηση των οποίων είχε αναλάβει -όπως συμβαίνει σε κάθε σοβαρό Κράτος- η ίδια η Πολιτεία). Πόσες φορές τα τελευταία 30, 40 χρόνια, το Κράτος χρειάστηκε να δανειστεί διότι το άθροισμα μισθών και συντάξεων που έπρεπε να καταβάλει, υπερέβαινε το άθροισμα των δημοσίων εσόδων; Πόσες φορές την άνω περίοδο, ήταν οι μισθοί και οι συντάξεις η αιτία της δημιουργίας «μαύρης δημοσιονομικής τρύπας» που το Κράτος την κάλυψε αναγκαστικά με δανεισμό; Τώρα, το ότι τα δημόσια έσοδα άρχισαν σταδιακά, να μην μπορούν να καλύψουν και τις «μαύρες δημοσιονομικές τρύπες» που δημιουργούσε η διαπλοκή και δαπάνες του Κράτους που δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την κοινωνική του αποστολή αλλά και ούτε με την εθνική του οικονομία, αντιθέτως, επρόκειτο για δαπάνες που ήταν εναντίον τους. 

Όμως επειδή ήδη σημειώσαμε πως μια ανάλυση όπως η παραπάνω, μονάχα «κατ’ αρχήν» έχει σημασία ως απολύτως τεχνοκρατική, αυτό σημαίνει πως ακόμα και αν έχουν έτσι τα πράγματα, δηλαδή, όντως το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα είναι «γενναιόδωρο», και πάλι, τίθεται το ερώτημα αν ο κάθε λαός, το κάθε Κράτος, έχει δικαίωμα να εφαρμόζει εκείνο το μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσής του, το οποίο επιθυμεί, εφόσον βεβαίως, είναι σε θέση να υποστηρίζει αυτό το μοντέλο εντός των πλαισίων των δυνατοτήτων του, χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να τίθεται σε διακινδύνευση σε μια τέτοια περίπτωση, οι υποχρεώσεις της Χώρας προς τους ξένους κυρίως δανειστές της, εξ αυτού το λόγου. Όμως, στη περίπτωση της Ελλάδας, τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε. Έτσι, αν π.χ., ο γερμανικός ή ο αμερικανικός λαός, δεν επιθυμούν να έχουν δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, και επιθυμούν να είναι απολύτως ελεύθεροι να καθορίζουν στα πλαίσια του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα τα ασφαλιστικά τους ζητήματα, όπως της υγείας και των συντάξεών τους, και ασφαλώς, να μην έχουν παρά ελάχιστες, υποτυπώδεις κρατήσεις για τα θέματα αυτά, γιατί θάπρεπε κάποιος να τους απαγορεύσει να οργανώσουν την κοινωνία και την οικονομία τους όπως το επιθυμούν; Όμως, το ίδιο ερώτημα τίθεται και αντιστρόφως. Γιατί θάπρεπε σε λαούς που έχουν μια διαφορετική αντίληψη για τα ίδια παραπάνω θέματα, να εφαρμόσουν εκείνες τις μορφές οργάνωσης που επιθυμούν και μπορούν. 

Διαπλοκή και τα αναπάντητα ερωτήματα

Εδώ όμως στην Ελλάδα, αν υπάρχει κάτι που θάπρεπε να αναλυθεί όχι μονάχα σε σχέση με το ασφαλιστικό μας πρόβλημα, είναι τα ειδικότερα αίτια που οδήγησαν τη Χώρα στην (τακτική της, δηλονότι όχι άτακτη) χρεοκοπία, μια ανάλυση που δεν έγινε ποτέ, και που για την Μνημονιακή Αθλιότητα δεν πρέπει ποτέ να γίνει, διότι τότε θα καταρρεύσει όλο της το αφήγημα για το ποιοι έριξαν πράγματι τη Χώρα στα βράχια, γατί δεν ήταν ούτε οι συνταξιούχοι, ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι, ούτε οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, ούτε βεβαίως η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα (παρά την σχετική της ευθύνη στο ζήτημα της παραοικονομίας, της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής). Είναι η Μεγάλη Διαπλοκή, που λεηλάτησε το Δημόσιο Χρήμα, που δημιούργησε τη Μαύρη Δημοσιονομική Τρύπα, που κατάπιε τα πάντα. Επαναλαμβάνω έναν διατυπωμένο εύλογο πιστεύω ισχυρισμό μου : Αν η Αθλιότητα, ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ, πως η Χώρα υπερχρεώθηκε και εκτροχιάστηκε δημοσιονομικά το 2010, λόγω του «γενναιόδωρου» Κοινωνικού Κράτους, τότε, αυτά τα ευρήματά της, θα υποχρέωνε τα συστημικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, να τα «παίζουν» 24 ώρες την μέρα, επί 7 μέρες την εβδομάδα, επί 365 μέρες το χρόνο (των Κυριακών και εθνικών αργιών μη εξαιρουμένων). Τι θάπρεπε να μας αποκάλυπτε αυτή η ανάλυση, ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ για τον παραπάνω εύλογο λόγο; Θάπρεπε να μας λέει, κάνοντας αρχή από ένα έτος «βάση» κατά το οποίο το δημόσιο χρέος ήταν σε επίπεδα προβλέψεων «Μάαστριχτ», ας πούμε, πριν 30 χρόνια και ίσως λίγο πιο πίσω, την κάθε φορά που το Ελληνικό Κράτος δανείζονταν από το εξωτερικό χρήματα, γιατί τα δανείζονταν και πού τελικώς πήγαιναν αυτά τα χρήματα. Το απλό δηλαδή, «ακολούθα το χρήμα». Κι έτσι, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο, να διαπιστώσουμε διαχρονικά, πώς έγινε και φτάσαμε στην υπερχρέωση του 2010. 

Μέτρησαν τα πάντα σε ό,τι αφορά τις «συνέπειες» του «γενναιόδωρου» «Κοινωνικού Κράτους», της «συνταξιοδοτικής δαπάνης» που εδώ εστιάσαμε, με ένα «μέτρο» που μονάχα η Αθλιότητα γνωρίζει να καθορίζει και χρησιμοποιεί. Αφού πρώτα αυθαίρετα καθορίσει ποια ήταν η «αιτία» που προκάλεσε το προς μέτρηση «γεγονός», σπεύδει να «αναλύσει» αυτή την «αιτία». Στην ανάλυση αυτή, όπου χρειάζεται η «ανάλυση» σιωπά, όπου χρειάζεται παραπλανά, όπου χρειάζεται το μέτρο μεγεθύνεται, όπου χρειάζεται μειώνεται, είτε «μετρά» μονάχα τι συνέβη σε μας, «εσωτερικά», είτε προβαίνει σε συγκρίσεις με άλλες χώρες. Σε καμία όμως, μα σε καμία περίπτωση, δεν μετρά διαχρονικά το ίδιο το προς μέτρηση γεγονός ως προς όλες τις αιτίες που το προκάλεσαν. Εδώ στην Ελλάδα, η Αθλιότητα ενώ μέτρησε με σχολαστικότητα το κάθε λεπτό του ευρώ που λαμβάνει ο συνταξιούχος, απλώς για να το ανακηρύξει «γενναιόδωρο» και συνεπώς να το περικόψει, ποτέ, μα ποτέ δεν μας είπανε, δεν μετρήσανε, με την ίδια σχολαστικότητα και ακρίβεια, τις συνέπειες της λεηλασίας του δημοσίου χρήματος, τι σήμαινε για τον δημόσιο κορβανά, να αγοράζει π.χ. το Δημόσιο ιατρικά αναλώσιμα για τα νοσοκομεία σε τιμές 2 και 5 και 15 και 50 και 200 φορές πάνω από τις τιμές που ίσχυαν στη περίπτωση άλλων Κρατών, ή, άλλο παράδειγμα, το Δημόσιο (στενότερο και ευρύτερο) να αναθέτει και πληρώνει έργα προκλητικά, θηριωδώς υπερκοστολογημένα, και πώς όλες αυτές οι μαύρες τρύπες πληρώνονταν από το Δημόσιο, και κατά πόσο ευθύνονται για την υπερχρέωσή του. Εδώ, στις ενδεικτικές αυτές περιπτώσεις, ασφαλώς η (θεσμική) Αθλιότητα, όφειλε να καλύψει πλήρως την σύμμαχή της ιδιωτική και σε κάθε περίπτωση πλήρως διαπλεκόμενη μαζί της Αθλιότητα, όφειλε αυτή η ανάλυση να μη γίνει ποτέ, και όχι μονάχα στο επίπεδο του τι κόστισε σε χρήμα, μα και το τι κόστισε η φυγή αυτού του χρήματος από τη Χώρα και ιδίως η παράνομη φυγή του, όπως και τη συμμετοχή της στη φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή, κ.λπ., για να έχουμε μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα. Το Κράτος, θα είχε νόημα να δανείζεται, για την οποιαδήποτε άλλη αιτία, εκτός του να καλύπτει τις μαύρες τρύπες της Διαπλοκής κατά τα ανωτέρω. Η κοστολόγηση των συνεπειών της διαπλοκής αυτής, δεν έγινε ποτέ από το Ελληνικό Κράτος, ούτε την περίοδο της Κρίσης, διότι το ζητούμενο για το Κράτος αυτό, δεν ήταν ποτέ να αναδειχθεί η συνολική ευθύνη και οι συνολικές συνέπειες αυτής της Διαπλοκής, αλλά, αντίθετα, να προστατευθεί, ακόμα κι όταν για να γίνει αυτό, απατήθηκε το 2010 να θυσιαστεί συνολικά ολάκερος ο Ελληνικός Λαός, η ίδια του η αξιοπρέπεια, να λοιδορηθεί αυτός ο Λαός, η ίδια η Δημοκρατία, η ίδια Εθνική Οικονομία (δημόσια και ιδιωτική), το ίδιο το Κράτος εν τέλει. Ό,τι πιο πρόστυχο μπορούσε να αναδείξει η Αθλιότητα ως ύφος και ήθος της κυριαρχίας της, το ανέδειξε.

Η Κρίση του 2010, εκδηλώθηκε στον υπερθετικό βαθμό ως προς το κάθε τι που σχετίζεται με αυτή. Στον υπερθετικό βαθμό τα αίτια που την προκάλεσαν, (στον υπερθετικό βαθμό η διαπλοκή, στον υπερθετικό βαθμό οι μίζες, στον υπερθετικό βαθμό τα σκάνδαλα, στον υπερθετικό βαθμό η φοροδιαφυγή, στον υπερθετικό βαθμό η λεηλασία του δημόσιου πλούτου και χρήματος, όλα αυτά εκ μέρους ευάριθμων διαπλεκόμενων μεγάλων συμφερόντων), στον υπερθετικό βαθμό και οι συνέπειές της, ακόμα και η ανοησία των επιχειρημάτων των Μνημονιακών δυνάμεων στον υπερθετικό βαθμό κι αυτά. Στον υπερθετικό βαθμό η ίδια η Αθλιότητα. Στον υπερθετικό βαθμό και η σεισάχθεια. «Σεισάχθεια»; Έγινε «σεισάχθεια» και δεν το πήραμε χαμπάρι; Ασφαλώς και έγινε! Υπήρξε η σεισάχθεια υπέρ της Διαπλοκής. Και επειδή η Κρίση η σημερινή είναι η μεγαλύτερη από καταβολής του ελληνικού Κράτους, το ίδιο ισχύει και για το μέγεθος της συγκεκριμένης «σεισάχθειας». Τι «αποσείσθηκε» από τους ώμους της; Μα οι τεράστιες ευθύνες της για την Κρίση, και το τι θα εκαλείτο να πληρώσει εάν της καταλογίζονταν οι ευθύνες της γι΄ αυτή. Και πού πήγε το «βάρος» που έφυγε απ’ αυτήν; Μα πού αλλού; Εκεί που πήγαινε πάντα ιστορικά, διότι αυτή η συγκεκριμένη «σεισάχθεια», είναι η μόνη που συμβαίνει σε διαρκή βάση. Στους γνωστούς ώμους των διαχρονικών Συνήθων υποζυγίων, που εκτός από το βάρος των άλλων που καλούνται να σηκώσουν, πρέπει να αποσείσουν από πάνω τους, και τη κατηγορία ότι το βάρος αυτό, δεν είναι της Διαπλοκής, αλλά δικό τους! Από πού αποδεικνύεται αυτό; Μα από πουθενά! Απλώς διατυπώνεται από την Αθλιότητα, στο Κράτος της οποίας Νόμος είναι ότι ξεφεύγει από το στόμα της! Αρκεί που το είπε!

Τέλος, πρέπει να γίνει και μια απολύτως αναγκαία διευκρίνιση. Ο δανεισμός καθαυτός, δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Μια δανειακή επιβάρυνση 70%, ίσως να είναι πιο επαχθής και επικίνδυνη από μια άλλη 90%, αν συνυπολογισθούν οι όροι του δανεισμού, η διάρκειά του, η περίοδος χάριτος, οι όροι αποπληρωμής του, το επιτόκιό του, ο σκοπός για τον οποίο ελήφθη, το αν θα εξυπηρετείται από το ίδιο το «λειτουργικό κύκλωμα» της «μονάδας» (επιχείρηση ή κράτος αδιάφορο) που το έλαβε, κ.λπ. Πρέπει οι παραπάνω ενδεικτικοί παράγοντες, να συνυπολογιστούν αθροιστικά και όχι μεμονωμένα, προκειμένου κάποιος να έχει άποψη για το «επαχθές» ή όχι ενός δεδομένου ύψους δανεισμού. 

Ζητήματα σημαντικά καθαυτά, όπως ζητήματα διαφθοράς και διασπάθισης δημοσίου χρήματος, υπήρξαν κατά το παρελθόν πρωτοβουλίες του πολιτικού μας συστήματος που οδήγησαν την δημιουργία εξεταστικών ή άλλων Επιτροπών της Βουλής προς διερεύνηση των σχετικών υποθέσεων, (αν και, συχνά, οι προσδοκίες που δημιουργούνταν ότι θα αποδοθούν οι ευθύνες εκεί όπου υπήρχαν, κυρίως σε πολιτικά πρόσωπα, δεν ήταν ανάλογες των καταλήξεων των ενεργειών προς τη κατεύθυνση αυτή, ενώ, πράγμα που με τη σειρά του, αμφισβητούσε ακόμα και την ειλικρινή πρόθεση να αναδειχθεί η αλήθεια αν όχι ότι τελικώς σκοπός ήταν η συγκάλυψή της), που σε κάθε περίπτωση, συγκέντρωναν ένα υλικό ενίοτε πολλών εκατοντάδων ή και χιλιάδων σελίδων, ενώ, αν κανείς αναζητήσει υλικό έρευνας εκ μέρους της Δικαιοσύνης ή της Βουλής για το Μέγα Εθνικό Έγκλημα της Πτώχευσης της Χώρας, δεν θα βρει ούτε μία σελίδα, κι αυτό από μόνο του λέει πολλά. Το μόνο υλικό είναι αυτό της Επιτροπής για την Αλήθεια του Χρέους (2015) που συγκροτήθηκε από την τότε Πρόεδρο της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, και αφορά το προκαταρκτικό Πόρισμα της Επιτροπής αυτής, το οποίο όμως, «περιέργως» εξαφανίστηκε και από τη Κυβέρνηση και από την Βουλή, αφού προηγουμένως συνέβη τούτο : αρχικώς οι εργασίες της άνω Επιτροπής να λάβουν πανηγυρικό χαρακτήρα εκ μέρους της Κυβέρνησης, στη συνέχεια όμως να τηρήσει σιωπή ιχθύος στα -εξαιρετικώς σημαντικά- προκαταρκτικά ευρήματα. 

Όταν όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε, τότε είναι σαφές, ότι δεν μπορούν να δοθούν και απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, οι δε όποιες «μακροοικονομικές» και εν γένει «μακροσκοπικές» «αναλύσεις» και «εξηγήσεις» σε σχέση με το ερώτημα «γιατί φτάσαμε στο 2010;» διατυπώνονται, έχουν την ίδια αξία με τις «μακροσκοπικές» αναλύσεις των αεροπορικών ατυχημάτων αγνοώντας όχι μονάχα τη πληροφόρηση των «μαύρων κουτιών» του αεροσκάφους που κατέπεσε, μα και κρίσιμες λεπτομέρειες που σχετίζονται είτε ακόμα και με το μικρότερο υλικό του αεροσκάφους, είτε ακόμα και με την μικρότερη αστοχία ή παράβλεψη της συντήρησής του στο έδαφος. Όλες οι αναλύσεις αυτές, εφόσον δεν απαντούν σε κρίσιμα ερωτήματα όπως αυτά που διατυπώθηκαν ανωτέρω, όχι μόνο στερούνται ακόμα και σχετικής αξίας, μα ακριβώς διότι οι «ψυχροί» αριθμοί στους οποίους στηρίζονται και από τους οποίους υποτίθεται ότι αντλούν την εγκυρότητά τους, είναι κυριολεκτικά «μουγγοί». Καταγράφουν αλλά δεν ομιλούν και δεν δείχνουν (στο βαθμό και την έκταση που επιβάλλει μια όντως επιστημονικά έγκυρη ανάλυσή τους). Όμως οι οικονομικοί αριθμοί, που εδώ μας ενδιαφέρουν, δεν είναι ούτε αυθύπαρκτοι, ούτε στιγμιαίοι : προκύπτουν από κάποιους άλλους και για κάποιον λόγο. Αυτός ο «λόγος» ΔΕΝ διερευνήθηκε. Εδώ, δεν βοηθά η μακροοικονομία. Εδώ βοηθά η μικροοικονομία και κυρίως η λογιστική λεπτομέρεια με την απαραίτητη νομική συνεπικουρία. Η μακροοικονομία, είναι ας πούμε ο γενικός γιατρός, που παρέχει μια γενική κλινική εικόνα του ασθενούς με βάση την εξωτερική του όψη, με βάση τα συμπτώματά του, και ενδεχομένως με βάση και τα ευρήματα κάποιας ακτινογραφίας, την γενική ανάλυση του αίματος και των ούρων του, είναι δυνατόν, να δώσει και μια αγωγή στον ασθενή αν πρόκειται για συνήθη ή ελαφρά παθολογική ασθένεια. Αλλά, όταν τα πράγματα είναι πιο σοβαρά, τότε παραπέμπεται στον σε άλλους ειδικούς γιατρούς εξειδικευμένους στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πάθησης του ασθενούς. Όμως η ελληνική οικονομία, εμφάνισε έντονη αιμορραγία ρευστότητας της οποίας τα αίτια θα έπρεπε να διαγνωσθούν (αν υπήρχε μια σοβαρή συγκυριακή κρίση στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν μονάχα αυτή : κρίση ρευστότητας – ενώ η κρίση του χρέους, προσετέθη για να δικαιολογήσει καλύτερη την προηγούμενη κρίση (ρευστότητας), το μέγεθος της συντελεσθείσης λεηλασίας και επομένως, θα έπρεπε να γίνει η απαιτούμενη σε βάθος μικροοικονομική διερεύνηση της «πάθησής» της. Όμως, εδώ, όχι μόνο δεν έγινε αυτό, μα οι «γιατροί» (Τρόικα) που ανέλαβαν την θεραπεία του «ασθενούς» ήταν μια ειδική περίπτωση. Με το ΔΝΤ να συνιστά την «ψυχή» της Τρόικα στο ζήτημα της «αγωγής» για τη «σωτηρία» του «ασθενούς», η ομάδα αυτή «ιατρών», ήταν γνωστό εκ των προτέρων τούτο το (καθόλου) «παράδοξο» : το ΔΝΤ όπου πήγαινε επέβαλε στους «ασθενείς» της, πάντα την ίδια «θεραπεία», το ίδιο κατά κανόνα «θανατηφόρες» για τις ίδιες κοινωνικές τάξεις (μικρομεσαίες) και τους ίδιους τομείς επέμβασης – λεηλασίας (Κοινωνικό Κράτος, δημόσια και ιδιωτική περιουσία), ανεξάρτητα από το είδος «ασθένειας», αφού αυτό που προωθεί κυρίως, είναι όχι οικονομικές πολιτικές, μα το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημά του, το οποίο και καθορίζει το (ίδιο πάντα) περιεχόμενο και το είδος των (ίδιων πάντα) πολιτικών της έστω κι αν αυτές έρχονται σε αντίθεση ακόμα και με τα ίδια τα συντάγματα των Κρατών – «ασθενών» της και τις Διεθνείς Συμβάσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, πράγματα τα οποία αντιπαρέρχεται πάντα με εξαιρετική ευκολία και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ενεργώντας όχι «σαν» μα ως ατζέντης ιδιωτικών συμφερόντων, όλων εκείνων που ωφελούνται από τις πολιτικές που επιβάλλει στα θύματά της. Τι έκανε η Τρόικα στην «αιμορραγούσα» από έλλειψη ρευστότητας ελληνική οικονομία; Δεν προσπάθησε να της κλείσει την αιμορραγούσα πληγή, μα αντίθετα, της αποστράγγισε κάθε ίχνος δικής της ρευστότητας δημιουργώντας πρόσθετες αιμορραγούσες πληγές εκεί που δεν υπήρχαν και χρεώνοντάς της πανάκριβα κάθε «φιάλη αίματος» που της χορηγούσε εξαρτώντας εντελώς την ελληνική οικονομία από τις συνεχείς αυτές «μεταγγίσεις» αίματος (ρευστότητας) χρεώνοντας πανάκριβα την κάθε «φιάλη αίματος» που χορηγούσε, είτε εις χρήμα είτε εις περιουσιακό στοιχείο, καθιστώντας τον «Έλληνα Ασθενή» πλήρως εξαρτώμενο από τις δόσεις αυτές. 

Συλλογική ευθύνη – Η Ευθύνη του Ελληνικού Λαού – Τι του Λέγανε οι «Θεσμικά» Έγκυροι Αναλυτές

Την ίδια όμως στιγμή, αυτή η εστίαση στην συλλογική ευθύνη (σε εθνικό ή ταξικό επίπεδο αδιάφορο), εξυπηρετεί και έναν άλλο επίσης σημαντικό στόχο : παρέχει την δυνατότητα παροχής αποτελεσματικής προστασίας των Υψηλά Προστατευόμενων Διαπλεκόμενων Προσώπων (σε εθνικό αλλά και υπερεθνικό επίπεδο, στην τελευταία αυτή περίπτωση της Διεθνούς – Παγκόσμιας Πολιτικοοικονομικής Διαπλοκής που τυγχάνει προστασίας από την -εκάστοτε- κυρίαρχη Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων, όπως π.χ., οι διεθνείς και παγκόσμιες συστημικές τράπεζες (αμερικανικές, γερμανικές, βρετανικές, γαλλικές κ.λπ.) – δανειστές Κρατών), πρόσωπα τα οποία μονάχα με ένα τρόπο μπορεί να αποσειστεί από πάνω τους η ευθύνη για την Εθνική Καταστροφή, της Ελλάδας εν προκειμένω, με το να «χαθεί» αυτή η ευθύνη δια της ενσωματώσεώς της στη «Συλλογική Ευθύνη», η οποία έχει τούτο το πλεονέκτημα : ότι ένα πολυάνθρωπο «Συλλογικό Σώμα» (π.χ., έναν Λαό, μια Κοινωνική Τάξη), μπορείς μεν να το κατηγορήσεις σε συλλογικό επίπεδο για εγκλήματα (ιστορικά, αν και η περίπτωση αυτή δεν συνιστά τον κανόνα εν τούτοις, μπορεί να ανιχνευθούν σχετικά παραδείγματα), όμως δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να το δικάσεις, εξόν από το να το τιμωρήσεις. Αυτό ακριβώς συνέβη με τις προσωπικές ευθύνες όλων εκείνων που μια λεπτομερής εξέταση των αιτίων της Κρίσης θα αναδείκνυε ως υπαιτίους της, ως φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς του Εθνικού Εγκλήματος. Εξ ου και η Μνημονιακή προπαγάνδα που καθημερινώς προέβαλε (ευθέως ή εμμέσως πλην σαφώς) τη «συλλογική ευθύνη» ενός Λαού επιπόλαιου, στερούμενου σοβαρότητας, τεμπέλη και διαφθαρμένου (όλα αυτά τα ακούσαμε, είτε μεμονωμένα είτε όλα μαζί), του Ελληνικού Λαού δηλαδή, ένα εκρηκτικό μείγμα «αδιαμφισβήτητων» «πειστηρίων» του «εγκλήματός» του. 

Τότε όμως, αν ισχύουν όσα ανωτέρω αναφέρω, προς τι η προσπάθειά μου να αναφερθώ κι εγώ, μάλιστα δε «μακροσκοπικώς» στο «πώς φτάσαμε στο 2010»; Η απάντηση είναι ότι επιχειρώ εδώ, να καταδείξω πως ο Ελληνικός Λαός, που ενοχοποιήθηκε τόσο άθλια για το γεγονός ότι ευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά για ό,τι του συνέβη, ΔΕΝ ευθύνεται καθόλου. Και τούτο διότι ο Λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία βουτηγμένος στην καθημερινότητά του και στο κυνήγι του επιούσιου, δεν έχει ούτε το χρόνο μα ούτε και τις γνώσεις να αναλύει το τι πάει στραβά αλλά και καλά στην εθνική οικονομία. Η γνώση του προέρχεται από όσα στον δημόσιο λόγο λέγονται και προβάλλονται ως γεγονότα και επιχειρήματα, κυρίως δε, από εκείνους που αποτελούν την πολιτική ηγεσία της Χώρας (όχι τόσο ως επιμέρους πολιτικά κόμματα, μα ως Πολιτικό Σύστημα) αλλά και Εθνικούς και Διεθνείς Οργανισμούς «αδιαμφισβήτητου» κύρους και εγκυρότητας, όπως λ.χ., στην περίπτωσή μας, Τράπεζα της Ελλάδος, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κ.λπ.

Έτσι, λοιπόν, έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε, τι ο Ελληνικός Λαός άκουγε, όχι από μια «θεσμική» όσο και «έγκυρη» πηγή πληροφόρησής του, μα από πλήθος τέτοιων πηγών και μάλιστα διαχρονικά. Βεβαίως, πάντα υπήρχαν και οι εκφέροντες αντιρρήσεις, όμως, ό,τι η Κοινωνία προσλαμβάνει ως παράσταση, είναι το τελικό ισοζύγιο των ένθεν κακείθεν απόψεων. Εκτός δε αυτού, ο κόσμος είναι αρκετά ενήμερος για το γεγονός ότι οι κατά καιρούς «εκτιμήσεις» και «προβλέψεις» διεθνώς εγκύρων οικονομολόγων και οργανισμών (π.χ., ΔΝΤ, Οίκοι Αξιολόγησης) για τις οικονομικές προοπτικές χωρών αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας, όχι μόνο δεν είναι -συχνά- αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους, ώστε ο απλός πολίτης να επιλέγει τελικώς εκείνες που του φαίνονται υπό οιοδήποτε κριτήριο «πιο εύλογες και κατανοητές», μα επίσης, επίσης συχνά πέφτουν τόσο έξω, ώστε τελικώς, να έχουν απολέσει μεγάλο μέρος της «εγκυρότητάς» τους. Πόσο μάλλον, για «εκτιμήσεις» και «προβλέψεις» πολιτικών προσώπων και κομμάτων. Π.χ., κάποιος που έδινε και ίσως δίνει ακόμα μεγάλη βαρύτητα στο το λέει το ΚΚΕ, μπορεί να ισχυριστεί πως αν όλος ο Λαός «άκουγε» το ΚΚΕ τι έλεγε πριν τη Κρίση, τότε, ίσως και να έκανε διαφορετικές επιλογές. Ο απλός πολίτης («απλός» : όχι μόνο ο πολίτης που στερείται κάποιου επιπέδου εκπαίδευσης, μα και ένας πτυχιούχος ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος και με μεταπτυχιακά, πλην όμως, όχι με ειδίκευση στην δημόσια οικονομία) περισσότερο πληροφορείται μέσω των πηχυαίων τίτλων των εφημερίδων ή μέσω σύντομων άρθρων σ’ αυτές που έλκουν το ενδιαφέρον του, ή μέσω των τηλεοπτικών εκπομπών, ακόμα και μέσω φιλικών του προσώπων των οποίων την γνώμη εκτιμά, παρά με το να διαβάζει τις (αθροιστικά) χιλιάδες σελίδες των αναλύσεων τέτοιων έγκυρων Οργανισμών, όπως π.χ., οι διάφορες Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας ή την Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, των εμβριθών συγγραμμάτων διαφόρων ακαδημαϊκών ανδρών και γυναικών, κάτι που ασφαλώς δεν κάνουν σε όλη αυτή την έκταση ούτε και οι οικονομολόγοι εκείνοι, οι οποίοι ασχολούνται σε τομείς, όπου η εστίαση γίνεται σε άλλους τομείς του καθόλου οικονομικού και εμπορικού γίγνεσθαι, ιδίως του ιδιωτικού τομέα. Τώρα, το ότι ίσως εξίσου ευλόγως κάποιος να πει πώς όταν το Πολιτικό Σύστημα στη συντριπτική του πλειοψηφία (πλην ΚΚΕ και κάποιων άλλων πολύ μικρότερων πολιτικών κομμάτων και ομάδων) και όχι τα κόμματα που το απαρτίζουν, ισχυρίζονταν ΩΣ ΣΥΝΟΛΟ πως τα πράγματα ήταν όπως αυτό ισχυρίζονταν, γιατί άραγε να υπέθετε πως το λάθος βρίσκεται στους πολλούς και όχι στον έναν, ιδίως μάλιστα, όταν και διεθνείς έγκυροι οργανισμοί, πρέσβευαν τα ίδια; Δεν είναι αληθές, πως για μια μακρά σειρά ετών, κοντά μια εικοσαετία, (αν πάρουμε ως αφετηρία τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που έθεσε την Ευρώπη και την Ελλάδα στη τροχιά της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης – ΟΝΕ), ο ελληνικός λαός δεν άκουγε παρά επαίνους για την οικονομία και τις επιδόσεις του; Είναι δυνατόν αν όλα όσα στήριζαν αυτή την θετική εικόνα ήταν λάθος, ένα τέτοιο λάθος να μπορεί να επιβιώνει για μια εικοσαετία, να γίνεται αποδεκτό για μια εικοσαετία, να το ανέχονται οι αγορές για μια εικοσαετία, να μην το αντιλαμβάνονται οι διεθνείς οίκοι αξιολογήσεων, ένα κοτζάμ ΔΝΤ, για να μείνω μονάχα σ’ αυτούς; Βέβαια, και πάλι κάποιος θα πει πως «ναι, λέγανε αυτά τα θετικά, όμως εκφέρανε και τούτες ή τις άλλες σημαντικές παρατηρήσεις και επιφυλάξεις», πράγμα σωστό, όμως, ότι μια Κοινωνία αλλά και μια Οικονομία προσλαμβάνει είναι το «τελικό συμπέρασμα» όλων αυτών των αξιολογητών, που προκύπτει από τα «συν» και τα «πλην» των συμπερασμάτων τους, και επομένως, όταν το «τελικό συμπέρασμα» είναι θετικό, αυτό μετράει. Μάλιστα δε, όταν τα «πλην» είναι τα ίδια και τα ίδια διαχρονικά για μια μεγάλη χρονική περίοδο, όπως π.χ. μια εικοσαετία, αλλά, τελικώς, οι αγορές εξακολουθούν να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην εθνική οικονομία και οι επιδόσεις της εθνικής οικονομίας για μια τόσο μεγάλη χρονική περίοδο να μην υπολείπονται εθνικών οικονομιών που αποτελούν «πρότυπο» τις άλλες, τότε, ολοένα και περισσότερο αδυνατίζει η βαρύτητα αυτών των αρνητικών επισημάνσεων. Ούτε βεβαίως μπορεί να έχει βάση ένα ενδεχόμενο επιχείρημα πως αυτές οι επιδόσεις γίνονταν σε «ήρεμη» διεθνή θάλασσα όλη αυτή τη περίοδο, διότι ασφαλώς, αυτό δεν είναι καθόλου σωστό. Η εικοσαετία στην οποία αναφερόμαστε, δεν στερείται παγκοσμίων αναταράξεων σημαντικών μάλιστα, (θα αναφερθούμε στη συνέχεια και σ’ αυτές) η κάθε μια από τις οποίες θα ήταν αρκετό να αποτελέσει τη δικαιολογητική βάση να φέρει το «2010» πολύ πιο νωρίς. Ούτε μια σοβαρή καπιταλιστική κρίση, οδηγεί αναγκαίως μια αναπτυγμένη εθνική οικονομία σε χρεοκοπία. Δεν είναι αυτό το μάθημα που παίρνουμε από την ιστορία των παγκόσμιων καπιταλιστικών κρίσεων. Ούτε, επίσης, στέκει ο ισχυρισμός ότι η ελληνική οικονομία «πλήρωσε» ένα «στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης», ή εξαιτίας του ιδιωτικού υπερδανεισμού των νοικοκυριών. Τίποτα από αυτά τα στοιχεία δεν αποτελούν καθαρά «ελληνικό» φαινόμενο, ούτε τα ίδια αυτά στοιχεία εντός άλλων ευρωπαϊκών και όχι μόνο εθνικών οικονομιών (π.χ. ΗΠΑ) δεν εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη ένταση χωρίς όμως να οδηγήσουν σε χρεωκοπία των εθνικών αυτών οικονομιών. Ούτε ποτέ έγινε λόγος στην περίπτωση άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών που επλήγησαν από τη Κρίση του 2008-2009 ότι εφαρμόστηκαν πολιτικές όχι με στόχο την σωτηρία τους, αλλά με στόχο την τιμωρία και τον παραδειγματισμό για το τι αναμένει μια χώρα όταν η οικονομία της αποκλίνει από την «ενάρετο οδό», κάτι που κατά τρόπο σχεδόν καθολικό συνέβη σε όλη την επικράτεια της Ευρωζώνης και όχι μόνο, πλην όμως, ουδείς διανοήθηκε εκεί να τιμωρήσει ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ έναν ολόκληρο Λαό, σε σημείο ώστε οι «τιμωρητικές πολιτικές» να είναι αυτές που εν τέλει επικράτησαν σε βάρος των πολιτικών που έπρεπε να εφαρμοστούν για τη σωτηρία της εθνικής μας οικονομίας, πολιτικές, αυτές οι τελευταίες, που ορθότατα αποκλήθηκαν ως το φάρμακο που σκοτώνει τον ασθενή, όπως κι έγινε. 

Το ότι η ελληνική Δημόσια Διοίκηση και η Εθνική μας Οικονομία είχε -και έχει- ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών, αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Και για να το θέσουμε το ζήτημα αυτό σε ορθότερη βάση, σε ένα κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο οι διαρθρωτικές αλλαγές Κρατών, οργανισμών, εταιρειών, (ιδιωτικών και δημοσίων) αποτελεί μια αυτονόητη αναγκαιότητα. Οι διαρθρωτικές αλλαγές, αρχίζουν να γίνονται επώδυνες, από τη στιγμή που τέτοιες αλλαγές που έπρεπε να γίνουν -σταδιακά τη κάθε φορά- στο παρελθόν δεν είχαν γίνει, κι έτσι, όταν επέστη η ώρα της υποχρεωτικής πλέον εφαρμογής των αναγκαίων αλλαγών αυτών, διότι η απουσία τους όχι μόνο δημιουργεί δυσλειτουργίες μα και απειλεί με «blackout» την ίδια την οικονομική και κοινωνική ζωή, τότε, αυτή η υποχρεωτική σωρευτική διαρθρωτική αλλαγή, είναι επώδυνη. Αυτή την πραγματικότητα δεν την αγνοούμε. Όμως, αυτό που λέμε, είναι πως ΔΕΝ ήταν αυτές οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες που αναπόδραστα οδηγούσαν σε πτώχευση της Ελλάδα, ακριβώς όπως προβλήματα του ίδιου περιεχομένου και παρόμοιας έκτασης σε άλλες ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) χώρες, τις οδήγησαν στη τελευταία μεγάλη Κρίση του τέλους της δεκαετίας του 2000, αλλά, μόνο η Ελλάδα πτώχευσε ουσιαστικά, κάτι που μπορούσε να αποφευχθεί. 

Εθνικό Έγκλημα Χωρίς Τιμωρία

Επίσης, δοθέντος ότι αυτό καθαυτό το γεγονός των συνεπειών της Κρίσης που μας οδήγησε στην πτώχευση του 2010, δικαίως έχει περιγραφεί ως ΕΘΝΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ, προκύπτει αβίαστα, πως το Εθνικό αυτό Έγκλημα, όχι μόνο έμεινε αδιερεύνητο, μα έγινε ό,τι ήταν δυνατό να μη διερευνηθεί, να μην εντοπιστούν οι φυσικοί μα και οι ηθικοί αυτουργοί, ενώ ταυτόχρονα, στα πλαίσια της (φαιάς και ερυθρής) φασιστικής και ναζιστικής φιλοσοφίας της συλλογικής ευθύνης -εκεί όπου -όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην Ιστορία- δεν υπάρχει τέτοια ευθύνη-, ενοχοποιήθηκε ολόκληρος ο Λαός, με πρώτους απ’ όλους τις δύο πολυπληθέστερες όσο και ολιγότερο ευνοημένες κοινωνικές τάξεις : τους μισθωτούς και συνταξιούχους, που και Συνήθη Υποζύγια αναφέρονται λόγω του ότι διαχρονικά, σηκώνουν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα δημόσια βάρη δυσανάλογα με τις δυνατότητές τους, ενώ μετέχουν τελευταίοι των δημόσιων ωφελημάτων, κι εδώ, δυσανάλογα λιγότερο σε σχέση με τη συνεισφορά τους. Οι οικονομικές πολιτικές που επιβλήθηκαν όχι από ιδιώτες δανειστές μα από Διεθνείς Οργανισμούς (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) κατά τεκμήριο «θεματοφύλακες» -μεταξύ άλλων- και του Δικαίου (Διεθνούς και πάντως εκείνου που ενσωματώνεται στο Δυτικό Νομικό και Δικαιακό Πολιτισμό), εμφορούνταν και επέβαλαν ως «απόφαση Δικαίου» την καταπάτηση αυτού ακριβώς του Δυτικού Νομικού και Δικαιακού Κεκτημένου αλλά και του Ελληνικού Συντάγματος το οποίο ουδείς αμφισβητεί ότι είναι απολύτως εναρμονισμένο προς το ένα Κεκτημένο. Το Δίκαιο όφειλε να υποταχτεί πού; Στις «αγορές»; Μα «αγορές» είναι εκείνοι που σε χρηματοδοτούν κι εδώ, εκείνοι που μας χρηματοδότησαν ήσαν ακριβώς οι ανωτέρω «θεματοφύλακες» του Δυτικού Νομικού Πολιτισμού μας, οι ίδιοι που φρόντισαν προηγούμενα να απαλλάξουν τους ιδιώτες δανειστές από βάρος του ελληνικού χρέους και να το μετακυλήσουν στους Ευρωπαίους φορολογούμενους οι οποίοι όμως ποτέ δεν ρωτήθηκαν αν επιθυμούσαν να διασώσουν τους ξένους δανειστές της Ελλάδας (κυρίως γαλλικές και γερμανικές τράπεζες) και να επωμιστούν οι ίδιοι ένα βάρος που δεν τους αφορούσε, ούτε καν στα πλαίσια της «αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών λαών», διότι εδώ η «αλληλεγγύη» δεν αφορούσε τον ελληνικό Λαό, αφορούσε τις παραπάνω γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Επομένως, ποιο ήταν το μήνυμα που έστελναν, όχι μονάχα στην Ελλάδα μα σε ολάκερη την Ευρώπη και ολάκερο τον Κόσμο, όταν το Δίκαιο υποτάσσονταν όχι στις «αγορές», μα σε μια φούχτα τραπεζών που χάρη στα κερδοσκοπικά τους παιχνίδια στην Ελλάδα κινδύνευαν τώρα την ίδια την επιβίωσή τους αν θα πλήρωναν οι ίδιες το αντίτιμο της αφροσύνης τους, με τις υποχρεώσεις τους να υπάγονται μάλιστα στο ελληνικό δίκαιο, κάτι που εξασφάλιζε στην τότε ελληνική κυβέρνηση (2010) να τις «χορέψει στο ταψί» κατά κυριολεξία, ζητώντας από μέρους τους στήριξη με ταυτόχρονη αναδιάρθρωση του προς αυτές χρέους της Ελλάδας ώστε να της δοθεί ο χρόνος να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, όχι βεβαίως σαν αυτές που επέβαλαν τα Μνημόνια, αλλά μεταρρυθμίσεις χωρίς να οδηγούν σε πτώχευση και εκποίηση της εθνικής και ιδιωτικής περιουσίας αλλά και του εθνικού και ιδιωτικού εισοδήματος. Κι εδώ ήταν που παρενέβησαν οι δύο ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις, γαλλική και γερμανική, και προκειμένου να διασώσουν τις τράπεζές τους, καταδίκασαν έναν ολόκληρο Λαό, τον Ελληνικό, με την πλέον άθλια και φασιστική επιχειρηματολογία, έχοντας ως απαραίτητο σύμμαχο και εκείνο το πρόθυμο ελληνικό πολιτικό προσωπικό το οποίο δέχτηκε να βοηθήσει στη σωτηρία των παραπάνω τραπεζών, όσο κι αν έπρεπε την ίδια στιγμή να δολοφονήσουν τον ίδιο τον Λαό τους. 

Οι Πολεμικές Συνέπειες των Μνημονίων – Η Ελλάδα – Πειραματόζωο

Οι συνέπειες των πολιτικών «σωτηρίας», τα γνωστά μας Μνημόνια, μονάχα με τις οικονομικές συνέπειες μια εθνικής οικονομίας υπό καθεστώς στρατιωτικού πολέμου και ακολούθως ξένης κατοχής μπορεί συγκριθεί. Κι εδώ υπήρξε πόλεμος : όχι στρατιωτικός, αλλά πόλεμος με οικονομικά μέσα, που όμως οδήγησε στα ίδια αποτελέσματα με ένα στρατιωτικό πόλεμο στον οποίο ο ηττηθείς, καταστρέφεται οικονομικά, τόσο στο επίπεδο της εθνικής όσο και στο επίπεδο της ιδιωτικής οικονομίας, διαλύεται κοινωνικά, διαλύονται οι Πολιτειακοί του Θεσμοί που πλέον υπάγονται στον έλεγχο του Κατακτητή, χάνει την εθνική του κυριαρχία και ανεξαρτησία. Οι Μνημονιακές πολιτικές που επιβλήθηκαν από τους ξένους δανειστές, ήταν διεθνώς πρωτόγνωρες ως προς την σκληρότητά τους η οποία σε μεγάλο βαθμό σηματοδότησε και την αναποτελεσματικότητά τους, αν και, όπως καταδείχτηκε στη συνέχεια με τις ομολογίες των ίδιων των εκπροσώπων των δανειστών όταν ομολογούσαν τα «λάθη» τους στις επιβληθείσες πολιτικές, αυτή η αναποτελεσματικότητα μόνο «εκ λάθους» δεν προέκυψε. Η Ελλάδα των Μνημονίων υπήρξε από πολλές απόψεις ένα «Πειραματόζωο», κάτι που και γι’ αυτό θα τοποθετηθούμε επίσης στη συνέχεια. Η Ελλάδα του 2010 και επέκεινα, είναι μια Χώρα υπό Ξένη Κατοχή. Αποκλήθηκε Αποικία Χρέους από μερικούς. Ασφαλώς, σε ό,τι με αφορά, αυτός ο χαρακτηρισμός είναι όλως διόλου λάθος και επιεικής ως μη όφειλε πάντως. Είμαστε Αποικία με τα όλα μας! Αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια, και θα προσπαθήσω στα επόμενα να τεκμηριώσω την άποψή μου αυτή.

Η Ευρώπη σε Κρίση Νομιμοποίησης της Ίδιας της τής Ύπαρξης – Ο Μεγαλοϊδεατισμός του Μικρομεγαλισμού και το «Κοινό Νόμισμα» (ευρώ)

Αν η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1981, θεωρήθηκε ως μια ιστορική στιγμή για την Ελλάδα, η οποία εισέρχονταν ως πλήρες μέλος στην πλέον ισχυρά και ανθούσα οικονομική ένωση Κρατών της υφηλίου, με ισχυρές δημοκρατικές και κοινωνικές διασφαλίσεις των λαών και των Κρατών – Μελών της Κοινότητας, αν δέκα περίπου χρόνια μετά, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ((1992) που προωθούσε περαιτέρω την Νομισματική και Οικονομική Ένωση (ΟΝΕ) και η οποία μετονόμαζε την ΕΟΚ σε «Ευρωπαϊκή Ένωση», ναι μεν «οικονομικοποιούσε» τόσο περισσότερο την Ένωση όσο περισσότερο την «αποπολιτικοποιούσε» καθιστώντας την περισσότερο «αγορά» και «οικονομικό χώρο» και λιγότερο «πολιτικό χώρο», υποχρέωνε την Ελλάδα -αν δεν ήθελε να παραμείνει στο περιθώριο-, να ανταγωνιστεί πλέον «με ίσους όρους ανταγωνισμού» τις εκ τεκμηρίου λόγω του μεγέθους αλλά κυρίως του δυναμισμού τους «εκτός συναγωνισμού» μεγάλες οικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης -που είναι ταυτόχρονα και μέλη του ομίλου G7 παγκοσμιοποιημένες οικονομίες της Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας (το Ηνωμένο Βασίλειο δεν το περιλαμβάνουμε εδώ λόγω μη συμμετοχής της στην ΟΝΕ), οι οποίες (και κυρίως οι δύο πρώτες), περισσότερο από διεθνείς είναι και παγκοσμιοποιημένες. Έτσι η Ελλάδα, προκειμένου να ενταχθεί στην ΟΝΕ, ακολούθησε πολιτικές σύγκλισης της οικονομίας της προς τα κριτήρια που έθετε η Συνθήκη του Μάαστριχτ ως προϋποθέσεις εισόδου ενός Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΟΝΕ. Η Ελλάδα εισήλθε εν τέλει στην ΟΝΕ το 2001, έστω κι αν δεν είχε επιτύχει το σύνολο των κριτηρίων που έθετε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την είσοδο ενός Κράτους – Μέλους στην ΟΝΕ, όμως, έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν αφορούσε μονάχα την Ελλάδα, ενώ, τα κριτήρια αυτά έμελε να τσαλαπατηθούν στη συνέχεια σχεδόν από όλα τα Κράτη – Μέλη. Όμως αυτός ο μικρομεγαλισμός (και ο μεγαλοϊδεατισμός) που επέδειξαν Κράτη – Μέλη (ιδίως του Ευρωπαϊκού Νότου) τα οποία γνώριζαν ότι δεν ήταν ακόμα σε θέση να ανταγωνιστούν οικονομικά και εμπορικά ως «ίσα προς ίσα» τις αναπτυγμένες εθνικές οικονομίες του Βορρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, πράγμα πολύ πιο σημαντικό, στα πλαίσια μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης της οποίας οι πολιτικές (οι οικονομικές και εμπορικές και κυρίως εκείνες που έχουν να κάνουν με τα νομισματικά και δημοσιονομικά ζητήματα) ελέγχονταν πλήρως από το Βερολίνο σε βαθμό ώστε πλέον ο όρος «Γερμανική Ευρώπη» να χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα σχεδόν καθολικά, αλλά, παρά ταύτα, υποκρίνοταν ότι αυτό ήταν εφικτό. Όμως, μια τέτοια ανισότιμη πολιτική, οικονομική και νομισματική σχέση ανάμεσα στα Κράτη – Μέλη της Ευρωζώνης και των οικονομιών τους, και ιδίως, ένα «κοινό» νόμισμα (το ευρώ), το οποίο όμως, δεν ωφελούσε το ίδιο «κοινά» όλα τα Μέλη της Ευρωζώνης, το μόνο που συσσώρευε δεν ήταν φιλοδοξίες για το μέλλον, μα προβλήματα για τις ασθενέστερες οικονομίες, τα οποία απλά κρύβονταν κάτω από το χαλί. Βέβαια, όσο η παγκόσμια και «ευρωπαϊκή» οικονομία πάει καλά ή σχετικά καλά, και τα προβλήματα «πάνε καλά», υπό την έννοια, ότι μέσα στην γενική ευφορία και αισιοδοξία, τα προβλήματα συνήθως μεταφέρονται με σχετική άνεση στο μέλλον ενώ υπάρχει πάντα ο χρόνος να παίρνονται στο εν τω μεταξύ τα κατάλληλα μέτρα και να γίνονται οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις ώστε να επιλύνονται όσο η οικονομία δεν βρίσκεται σε κρίση.

Έτσι η Κρίση του 2010 στην Ελλάδα, ενώ ως προς τις συνέπειές της δεν οφείλονται (όπως ισχυρίζομαι) στην αρχική αίτια που της αποδόθηκε (κρίση ελλείμματος) έτσι όπως αυτή σύντομα «αναθεωρήθηκε» και σε κρίση χρέους, εν τούτοις, έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του «εθνικού νομίσματος» (της «δραχμής»), δηλαδή, κατά πόσο η ελληνική Κρίση οφείλονταν ΚΑΙ στο ευρώ και τα κυριότερο, κατά πόσο είναι δυνατή η έξοδος από τη κρίση εντός του ευρώ. Φυσικά, σήμερα (2019), όπου η προπαγάνδα πασχίζει να μας πείσει ότι η Χώρα βγήκε από τα Μνημόνια, (τυπικά σωστό, όμως με όλους του Μνημονιακούς νόμους εν ισχύει), η σχετική συζήτηση για το ζήτημα του «εθνικού νομίσματος» έχει ατονήσει, λόγω της σχετικής «ηρεμίας» που έχει επέλθει στη Χώρα μετά την επίτευξη του νέου επιπέδου «ισορροπίας» της, περίπου στον πάτο του βαρελιού στον οποίο όλα αυτά τα Μνημονιακά χρόνια η ελληνική οικονομία και κοινωνία εξωθήθηκε βίαια και ληστρικά και αφού προηγουμένως έγινε υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες αυτό που έπρεπε να είχε γίνει εξ αρχής υπό πολύ ευνοϊκότερους όρους το 2010, δηλαδή, η αναδιάρθρωση του χρέους, και αφού εν τω μεταξύ, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 50%, η εθνική και ιδιωτική οικονομία έχει υποθηκευτεί και ένα άλλο μέρος ρευστοποιηθεί υπέρ των δανειστών και η Κοινωνία έχει εξαθλιωθεί. Όμως, ακόμα κι έτσι, η «βοήθεια» των «εταίρων» μας δεν εξασφάλισε ότι ο «ασθενής» θα καταστεί και πάλι «ενεργός» και χρήσιμος για τον εαυτό του και τους άλλους, δηλαδή, η «βοήθεια» δεν περιλάμβανε κόκκο αναπτυξιακών πολιτικών, αλλά, τα Μνημόνια ό,τι επεδίωκαν ήταν η αφαίμαξη κάθε ικμάδας ρευστότητας της οικονομίας που διοχετεύονταν στα ταμεία των δανειστών και η εκποίηση και υποθήκευση της περιουσίας της Χώρας και των πολιτών της. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική (δηλαδή το ευρώ), δεν ασκείται παρά σε σχέση με το «κοινό ευρωπαϊκό όφελος», το οποίο όμως «κοινό ευρωπαϊκό όφελος» προσδιορίζεται σε συντριπτικό βαθμό από την «καλή υγεία» της γερμανικής οικονομίας η οποία σε ομοίως συντριπτικό βαθμό προσδιορίζει και το «μέσο ευρωπαϊκό όφελος» από την ασκούμενη «κοινή (ευρωπαϊκή) νομισματική πολιτική» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σε καμία δε περίπτωση, ό,τι είναι (οικονομικά και εμπορικά) «υγιές» («καλό») για την Γερμανία δεν είναι και «υγιές» και άρα «καλό» και για όλα τα υπόλοιπα Κράτη – Μέλη, αντιθέτως, ισχύει το ακριβώς αντίθετο, με λίγες εξαιρέσεις (με την Γαλλία σε ικανό βαθμό και την Ιταλία σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό να συγκαταλέγονται στις εξαιρέσεις αυτές).

Όμως, η οικονομική ανάπτυξη, όχι για μια Χώρα που βρέθηκε στη δύνη μιας μεγάλης οικονομικής Κρίσης, μα και για μια Χώρα που φιλοδοξεί να μην βρεθεί όμηρος των μακροπρόθεσμων συνεπειών μιας σοβαρής Κρίσης, αποτελεί τον μονόδρομο. Είναι ο Μονόδρομος που Απαγορεύτηκε από τα Μνημόνια, ενώ αντίθετα, επιβλήθηκε ο Μονόδρομος του Φαύλου Κύκλου της Εξισορρόπησης στο Αποικιακό Καθεστώς της Εξυπηρέτησης της Ξένης Κατοχικής Δύναμης. Η Ελλάδα, οφείλει θεωρητικά μέχρι το 2060 να μην αποκλίνει των δεσμεύσεών της που ανέλαβε με τα Μνημόνια (και όλων των άλλων εντός αυτών δεσμεύσεων, π.χ., επιστολές πρωθυπουργών ότι «αποτάσσουν» κάθε προσπάθεια απόκλισης από τα συμφωνηθέντα, κ.λπ.) που ψήφισε έως και το 2018. («Θεωρητικά» διότι στο 2060 θα φτάσουμε «κατά τον Κατοχικό Προγραμματισμό» υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι τότε δεν θα συμβούν άλλες σοβαρές οικονομικές αναταράξεις, (ας μην αναφερθούμε σε υφέσεις), εθνικές, διεθνείς ή και παγκόσμιες, οι οποίες θα απαιτήσουν αν όχι νέα Μνημόνια τουλάχιστον «επικαιροποιήσεις» των προϋπαρχόντων). Όμως, πουθενά δεν είναι ορατή στα Μνημόνια η ύπαρξη πολιτικών που οδηγούν σε Εθνική Οικονομική Ανάπτυξη που να δρομολογούν σε ένα ορατό όσο και εύλογο (χρονικά) μέλλον την επαναφορά του βιοτικού επιπέδου του Λαού στα προ κρίσης επίπεδα και ακολούθως σε ακόμα ανώτερα, δηλαδή οικονομική ανάπτυξη «ελληνικής ιδιοκτησίας», «ελληνικών συμφερόντων», (εφόσον μιλάμε για «Εθνική Οικονομική Ανάπτυξη») και, στη περίπτωση των ξένων επενδύσεων, «κέρδη» προς όφελος και της ελληνικής οικονομίας εκτός βεβαίως των ίδιων των επενδυτών. 

Η πιο μεγάλη ζημιά της Κρίσης – Η απώλεια της δυνατότητας να μετατραπεί η Κρίση σε Ευκαιρία και το Ό,τι Έγινε, Έγινε

Ο μόνος τρόπος για να μετατραπεί μια Κρίση σε Ευκαιρία, είναι [α] να διαγνωσθούν τα διαπλεκόμενα (εθνικά και εξωτερικά) πολιτικο-(δημοσιονομικά και όχι μόνο) οικονομικά αίτιά της [β] να αποδοθούν οι ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ευθύνες (πολιτικές και όχι μόνο, ποινικές και αστικές) εκεί όπου υπάρχουν και συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πτώχευση της Χώρας, [γ] να εξαλειφθούν ή περιοριστούν τα αίτια αυτά με την υιοθέτηση των αναγκαίων στρατηγικών και πολιτικών και [δ] να υπάρχει μια ηγεσία ικανή να οδηγήσει τη Χώρα από τη Κρίση στην Ευκαιρία. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το [α] ουδέποτε επιχειρήθηκε με αποτέλεσμα το [γ] να μην μπορεί να έχει νόημα και περιεχόμενο εφόσον απουσιάζει η προηγούμενη συνθήκη ενώ η συνθήκη [δ] αποτελεί το πλέον σοβαρό διαχρονικό πρόβλημα του ελληνικού Κράτους, αν και, αν είχε επιχειρηθεί το [α] ανωτέρω, τότε, από μόνη της αυτή η εξέλιξη θα απέφερε σημαντικά θετικά αποτελέσματα και μέσω της κοινωνικής πίεσης το Πολιτικό Σύστημα έστω και εκόν άκον θα ήταν υποχρεωμένο να υιοθετήσει πολιτικές κατευνασμού της οργής του Λαού λαμβάνοντας μέτρα και υιοθετώντας πολιτικές προς τη κατεύθυνση της αντιμετώπισης των αιτίων ([α] ανωτέρω) της Κρίσης. 

Στην Ελλάδα των Μνημονίων, αντί της συνθήκης [α] ανωτέρω, υπήρξε η ενοχοποίηση των «πλουσίων» μισθωτών (κυρίως των δημοσίων υπαλλήλων) και συνταξιούχων. Σχεδόν όλη η επιχειρηματολογία της προπαγάνδας της Αθλιότητας, σ’ αυτές τις δύο κοινωνικές τάξεις εστίαζε το ενδιαφέρον της, αυτές οι δύο τάξεις ήταν που έριξαν στα βράχια την ελληνική οικονομία, διότι ζούσαν «πέραν των δυνατοτήτων τους». Επομένως, τα 300 και πλέον δις ευρώ χρέους, πήγαν στις τσέπες των ανωτέρω και από τις τσέπες των ιδίων πρέπει να ληφθούν πίσω «ως αχρεωστήτως καταβληθέντα» ποσά. Όμως, ΟΥΔΕΠΟΤΕ, (εξ όσων γνωρίζω), έστω χάριν παραδείγματος, έφεραν ένα, μονάχα ένα παράδειγμα δημόσιου δανεισμού, το οποίο, ακολουθώντας τη ροή του χρήματος, να έδειχνε (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ) πέραν κάθε αμφισβήτησης, ότι : το ελληνικό Κράτος, με την τάδε έκδοση του ομολόγου του της τάδε του μηνός, (ή με άλλη μορφή δανεισμού, π.χ., από τον τραπεζικό τομέα ή διακρατική), αντλήθηκε το τάδε ποσό, τα δε χρήματα αυτά, ΟΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΕΙΟΥΝ ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ, πήγαν στον τάδε προορισμό (ή προορισμούς). Σε ένα ευνομούμενο Κράτος, διοικούμενο από ένα Πολιτικό Σύστημα που ισχυρίζεται ότι ανήκει στο «Δημοκρατικό και Συνταγματικό Τόξο», ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ όφειλε να κάνει, όχι μονάχα εκ λόγων δημοκρατικής ευαισθησίας, μα και από τον Νόμο. Όμως, εδώ, ούτε «δημοκρατική ευαισθησία» υπήρξε, ούτε ο Νόμος τηρήθηκε. Αντίθετα, κατίσχυσε η Αθλιότητα μιας Προπαγάνδας με στόχο την απόλυτη ενοχοποίηση του Λαού στο σύνολό του, μια Προπαγάνδα με ανάλογο περιεχόμενο να μου είναι αδύνατο να εντοπίσω (σ’ αυτή την έκταση και με αυτό το περιεχόμενο) ακόμα και στη περίοδο της Χούντας ή των Κατοχικών κυβερνήσεων του 1941-1944.

Ειδικώς η [β] ανωτέρω συνθήκη, αποτελεί την πλέον σημαντική προϋπόθεση μετατροπής της Κρίσης σε Ευκαιρία. Πρώτον, διότι θα αφαιρέσει τα ηνία της διοίκησης της Χώρας από τα χέρια εκείνων που προκάλεσαν το Εθνικό Έγκλημα της πτώχευσης της Χώρας (συνεπεία των δικών τους ευθυνών), δεύτερον, διότι δεν θα επιτρέψει να εμφανιστούν ως «σωτήρες» οι «ολετήρες» που οδήγησαν τη Χώρα στον όλεθρο αναγορευόμενοι σε ελέγχοντες και ελεγχόμενοι ταυτόχρονα, τρίτον, διότι θα απελευθέρωνε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ νέες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες χωρίς να συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τις αιτίες που προκάλεσαν την κρίση, ιδίως με την πολιτικο-οικονομική Διαπλοκή (ελληνική και όχι μόνο), και τέλος, τέταρτον και σπουδαιότερο όλων, διότι θα εγκαθίδρυε την αναγκαία αίσθηση Δικαίου η οποία από μόνη της θα απελευθέρωνε τις παραγωγικές ικανότητες και δεξιότητες του Έθνους στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. 

Όμως, επειδή η Νέμεση δεν επήλθε, και δεν επήλθε διότι όχι μόνο δεν επιδιώχθηκε κάτι τέτοιο μα και ό,τι επιχειρήθηκε ήταν ακριβώς να μην επέλθει αυτή η Νέμεση, αυτό που συνέβη ήταν τούτο : την μόνη «ευκαιρία» που παρήγαγε η Κρίση ήταν η Ευκαιρία (χωρίς εισαγωγικά και με κεφαλαίο το «Ε») ο Παλαιοκομματισμός να βγει αλώβητος από τη Κρίση και το χειρότερο, να καταστεί ο ίδιος χειριστής της Κρίσης, την οποία ο ίδιος παρήγαγε! Και ποιο ήταν και είναι το επιχείρημα ότι κάποιος ζητά έλεγχο του πώς φτάσαμε στη Κρίση; Είναι το «ό,τι έγινε, έγινε!», και πως ό,τι έχει σημασία είναι να κοιτάξουμε το μέλλον, διότι οι περιστάσεις είναι επείγουσες και δεν συγχωρούν «καθυστερήσεις» με το να επιστέφουμε στο παρελθόν, ως εάν, το ένα να αποκλείει το άλλο. Και ασφαλώς, σε τούτη την επιχειρηματολογία, δεν μπορεί κανείς να μην διαπιστώσει ότι είχε και την συνεπικουρία της Τρόικα, και το ερώτημα είναι : γιατί η Τρόικα να μην θέλει αυτόν τον έλεγχο; Ρητορικό το ερώτημα, ασφαλώς! Όχι πάντως, διότι θα αναδεικνύονταν ευθύνες μονάχα για το ελληνικό Πολιτικό Σύστημα. Διότι υπάρχει πάντα το ερώτημα : γιατί (οι ξένοι ιδίως) δανειστές μέχρι και το 2010 ακόμα εξακολουθούσαν να δανείζουν την Ελλάδα και γιατί δεν μείωσαν έγκαιρα την έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος, πριν το 2009, κάνοντας καθαρό στην ελληνική κυβέρνηση ότι μονάχα αν μείωνε το χρέος (ή το αναδιάρθρωνε έγκαιρα) και τα ελλείμματά της θα συνέχιζαν την συνέχιση της παροχής πιστώσεων; 

Πού αποσκοπεί αυτό το «ό,τι έγινε, έγινε»; Μα στην εγκαθίδρυση της Εθνικής Λήθης! Στο να «κανονικοποιηθεί» η Αθλιότητα και η Μιζέρια, να καταστούν αποδεκτή «πραγματικότητα» και, το χειρότερο, «Μονόδρομος». Να συμφιλιωθεί ο Λαός με την Αθλιότητα και τη Μιζέρια και να αποδεχτεί το νέο «σημείο ισορροπίας». Κυρίως δε, να αποδεχτεί ο Λαός το «επιχείρημα» της «Συλλογικής Ευθύνης», δηλαδή, της δικής του «ευθύνης» στο ότι είχε «ρίξει στα βράχια» την οικονομία, με τα πέραν κάθε φαντασίας «γενναιόδωρα» εισοδήματα που απολάμβανε η συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών και συνταξιούχων, (σε αντίθεση με το μεικτό τμήμα των αναξιοπαθούντων), μια πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας!

Τι λέει αυτό το «ό,τι έγινε, έγινε»; «Πάψτε να θυμάστε ή να ασχολείστε με το παρελθόν, με τα αίτια που οδήγησαν τη Χώρα εδώ. Μη κοιτάτε πίσω! Κοιτάτε μπροστά! Μη θυμάστε το παρελθόν! Ζήστε μονάχα το σήμερα! Προβληματιστείτε μονάχα για το σήμερα! Και σκεφτείτε μονάχα το αύριο, αντλώντας γνώση από το σήμερα!» Φυσικά, αυτού του είδους η επιχειρηματολογία, η επιχειρηματολογία όλων εκείνων που έχουν πολλούς και σοβαρούς λόγους να μην τους ψάξεις το παρελθόν τους, μπορεί να φαντάζει ως αυτονοήτως Μνημείο Ανοησίας, όμως δεν πρόκειται για ανοησία εκ μέρους εκείνων που επικαλούνται το επιχείρημα αυτό. Αυτοί έχουν καλούς λόγους να το επικαλούνται. Όμως, γεννά ερωτηματικά το πώς όλοι εκείνοι από τους απλούς πολίτες που όχι μόνο δεν έχουν κανένα λόγο να αποδέχονται το επιχείρημα αυτό, μα, αντίθετα, μονάχα οφέλη θα δει ο Λαός αν μια τέτοια έρευνα του παρελθόντος γίνονταν, εν τούτοις, συντάσσονται κι αυτοί με το άνω επιχείρημα. Καθόλου σώφρον, καθόλου ευφυές θα έλεγα! Από πότε η Ιστορική Λήθη και η απόδοση της Δικαιοσύνης, μπορεί υπό οιοδήποτε επιχείρημα να επιφέρουν κάποιου είδους ζημία, τι είδους και για ποιους;

Όμως, θα παραβλέπαμε και μια άλλη εξίσου σημαντική διάσταση της διαδικασίας «κανονικοποίησης» της Αθλιότητας που αναφέραμε παραπάνω, αν δεν αναφερόμασταν και στη δημιουργία ενός «χρήσιμου προηγούμενου», (δεδικασμένου σα να λέμε), για ολάκερη την Ευρώπη, που δεν έχει να κάνει μονάχα με την σκληρότητα της «τιμωρίας» σε όποια Χώρα-Μέλος της ευρωζώνης αποκλίνει προς τις «ενάρετες» πολιτικές που το ιερατείο των Βρυξελλών επιβάλλει (εκ μέρους του εις το Βερολίνο κατοικοεδρεύοντος Ηγεμόνα του), αλλά και με το να διαπιστωθεί «στη πράξη» πόσο αυτή η διαδικασία υποταγής είναι αποτελεσματική στην εφαρμογή της ιδίως όταν συνεπάγεται την εφαρμογή πολιτικών που ουσιαστικά καταλύουν το Δημοκρατικό, Δικαιακό και Νομικό Κεκτημένο της Ευρώπης υπό καθεστώς ακραίας πίεσης επί του Λαού (κοινωνικής και οικονομικής) των άνω (εμπροσθοβαρών και ταυτόχρονα με πρωτοφανή στα διεθνή χρονικά καθορισμό χρονικών περιθωρίων επίτευξής τους, που στην ουσία καταργούσε όχι απλά κάθε έννοια «περιόδου ομαλής προσαρμογής», αλλά, επέβαλε την επίτευξή τους κυριολεκτικώς σε χρόνο dt) πολιτικών που να φτάνουν στα όρια (αν δεν τα ξεπερνάνε) των ίδιων των φυσικών αντοχών του ανθρώπου. Πρόκειται για πολιτικές, οι οποίες υπερακόντισαν σε σκληρότητα και μέγεθος κατάλυσης κάθε έννοιας Δικαιακού Κεκτημένου (Ευρωπαϊκού και Διεθνούς), μπορεί δε να συγκριθεί ως προς αυτό το τελευταίο, μονάχα με τα δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα στα οποία το ΔΝΤ παραδοσιακά εύρισκε τα πιο «φιλικά» περιβάλλοντα προς τις πολιτικές που εκπροσωπούσαν την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που εμπορεύονταν, και ήταν ακριβώς που ως πείραμα θα έπρεπε να εφαρμοστεί και στην Ευρώπη της οποίας τα παντοία Κεκτημένα (Κοινωνικά, Δημοκρατικά, Δικαιακά-Νομικά, Πολιτικά), αποτελούσαν και εξακολουθούν ακόμα να αποτελούν -πλην Ελλάδος πλέον-, αν όλο και με όλο λιγότερη «αντοχή», τους πλέον ανασχετικούς φραγμούς στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που διαδίδεται μέσω του ιδεολογήματος της Παγκοσμιοποίησης και της Πολυπολιτισμικότητας. Η παρουσία του ΔΝΤ εντός της ευρωζώνης, με το πρόσχημα της «διάσωσης» προβληματικών οικονομιών ορισμένων Κρατών – Μελών της ΟΝΕ, θα ήταν κάτι που θα διευκόλυνε τα μέγιστα την προώθηση της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης και της Πολυπολιτισμικής της σούπας στον χώρο αυτό, στον οποίο δεσπόζει η Νεοφιλελεύθερη Γερμανική Ηγεμονία, κύριος φορέας εγκαθίδρυσης της Παγκόσμιας Νεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων στην ευρωπαϊκή Ήπειρο. Όχι διότι το ΔΝΤ κατέχει κάποια επιστημονική «τεχνογνωσία» που δεν κατέχει κανένας στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά διότι, κατέχει το μέγα προσόν να μη λογοδοτεί σε κανένα θεσμικό Διεθνές Όργανο, παρ’ ό,τι τυπικά υπάγεται στον ΟΗΕ, και να εφαρμόζει τις πολιτικές του χωρίς κανένα ηθικό ή, πολύ πιο σημαντικό από πρακτικής απόψεως, χωρίς καμία δέσμευση για την τήρηση της οιασδήποτε Νομιμότητας, εθνικής ή Διεθνούς, για την ακρίβεια δε, οι πολιτικές του, είναι περιώνυμες για το γεγονός ότι προσκρούουν στις πλέον θεμελιώδεις απαγορεύσεις των σύγχρονων δικαιακών συστημάτων τόσο στο επίπεδο των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και στο επίπεδο της λειτουργίας της Δημοκρατίας (έτσι όπως αυτή την αντιλαμβάνεται το Δυτικό Κεκτημένο) και της Εθνικής Κυριαρχίας, τα οποία, όλα, τα κονιορτοποιεί. Άλλωστε, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές τύπου ΔΝΤ, Παγκόσμιας Τράπεζας και Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, μονάχα υπό καθεστώς κατάργησης των άνω εμποδίων μπορούν να επιβληθούν. Έτσι, η παρουσία του ΔΝΤ, ήταν απαραίτητη στην ευρωζώνη ώστε να επιβληθούν σε μια σειρά Χωρών, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, πολιτικές με τα άνω χαρακτηριστικά έλλειψης Νομιμότητας, κάτι που το Βερολίνο και οι γερμανοκρατούμενες Βρυξέλλες, δεν είναι ακόμα σε θέση να επιβάλλουν σε όλες τουλάχιστον τις Χώρες – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΟΝΕ ειδικότερα., πολιτικές που θα «χρεώνονταν» στο ΔΝΤ έστω κι αν έπρεπε για λόγους προπαγάνδας να υπάρχουν που και που και κάποιες «ενστάσεις» από πλευράς Ευρώπης, δηλαδή, Γερμανίας. Ό,τι έπρεπε να γίνει ήταν η εύρεση της Ευρωπαϊκής Κερκόπορτας. Η πρόφαση για «επέμβαση» κατά την περίοδο 2007-2010, μπορούσε να βρεθεί εύκολα σε οποιαδήποτε από τις Χώρες της ευρωζώνης μιας κι εκείνη την εποχή δεν ήταν λίγες εκείνες που παρουσίαζαν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα που παραβίαζαν τα κριτήρια του Μάαστριχτ, αν και, κατά προτίμηση, η επιλογή αυτή θα ήταν καλύτερο να αναζητηθεί μεταξύ των Χώρων της Νότιας Ευρώπης ώστε να παραμείνει όσο το δυνατόν στο απυρόβλητο ο μύθος του δημοσιονομικά -και όχι μόνο- «ενάρετου» Βορρά. Αποτελεί την δική μου ανάγνωση των πραγμάτων πως, προκειμένου να διευκολυνθούν οι παραπάνω επιθυμητές εξελίξεις, έπρεπε να συντρέχει και μια πρόσθετη προϋπόθεση : να βρεθεί, ανάμεσα στις υποψήφιες προς θυματοποίηση στον Βωμό του Νεοφιλελεύθερου Μολώχ, η Χώρα με την πλέον «κατάλληλη» πολιτική ηγεσία και το πλέον κατάλληλο Πολιτικό Σύστημα, που είτε ιδία βουλήσει είτε με κάποιου είδους «πίεση», θα ήταν πρόθυμη (ή θα «πείθονταν, τελικώς») να εφαρμόσει σε βάρος του Λαού και της Χώρας του τις πολιτικές που βιώσαμε εδώ στην Ελλάδα, πολιτικές που θα καθιστούσαν τη Χώρα οικονομικά βομβαρδισμένο τοπίο και θα την οδηγούσαν σε απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας καθιστώντας την ουσιαστικά Αποικία, πολιτικές τις οποίες καμία άλλη Κυβέρνηση στην Ευρώπη δεν θα τολμούσε να υιοθετήσει, υπό οιοδήποτε πρόσχημα, πολιτικές που δύσκολα θα εύρισκαν πρόθυμο πολιτικό προσωπικό να δεχτεί να τις εφαρμόσει σε βάρος του Λαού και του Κράτους τους, με λίγα λόγια, να προδώσει κυριολεκτικώς τον Λαό του. Και η Χώρα με μια Κυβέρνηση τέτοιων «προδιαγραφών» βρέθηκε και ήταν η Ελλάδα με Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Επιτέλους, το ΔΝΤ βρήκε στην Ελλάδα της Κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, εκείνο το «φιλικό περιβάλλον» που μονάχα σε καθεστώτα τύπου Πινοτσέτ μπορούσε να ελπίζει : μια Κυβέρνηση πρόθυμη να καταλύσει τον κυριότερο φραγμό στην εγκαθίδρυση των Νεοφιλελεύθερων πολιτικών του ΔΝΤ -και των πολιτικών που η Γερμανία διακαώς επιθυμεί να ισχύσουν και στην υπό την Ηγεμονία της Ευρωπαϊκή Ένωση-, την Νομιμότητα, και, επίσης, αποφασισμένη να μην εφαρμόσει όσες αποφάσεις των Δικαστηρίων θα αντέκρουαν τις πολιτικές της ακριβώς διότι οι τελευταίες θα προσέκρουαν σε απαγορεύσεις της Έννομης Τάξης της Χώρας (με πρώτη και καλύτερη την Συνταγματική Έννομη Τάξη). Και όσοι επέλεξαν την άνω ελληνική Κυβέρνηση αλλά και το διαθέσιμο ή δυνητικά πρόθυμο προσωπικό από όλο το Πολιτικό Σύστημα της Χώρας το οποίο θα προμήθευε με συνεχώς νέων αίμα «προθύμων» ώστε να αναπληρώνουν εκείνο που θα απαξιώνονταν στη διαδικασία εγκαθίδρυσης της Αθλιότητας, δεν διαψεύστηκαν με την επιλογή τους. 

Επίσης, ας τεθεί ως σημείωση, όχι χωρίς ιδιαίτερη σημασία πάντως, πως η Μνημονιακή υποχρέωση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, για διατήρηση πλεονασμάτων άνω του 2% του ΑΕΠ της για μισό αιώνα (ως τα 2060), στην ουσία τροποποιεί την ίδια τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που εγκαθιδρύει την ΟΝΕ αφού εκεί προβλέπεται η δυνατότητα διατήρησης ελλειμμάτων έως και 3% του ΑΕΠ. Δηλαδή, εκτός των άλλων ασυμβατοτήτων των Μνημονίων με ζητήματα αντισυνταγματικότητας, με ζητήματα που έχουν να κάνουν με συμβάσεις σχετικές με Ανθρώπινα Δικαιώματα, κ.λπ., παραβιάζουν και τα ίδια τα κριτήρια του Μάαστριχτ, δηλαδή, την ίδια τη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΟΝΕ.

Αν υπάρχει επομένως κάτι που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ελληνικής περίπτωσης ως «Πειραματόζωου», νομίζω ότι είναι ακριβώς τα χαρακτηριστικά που ανωτέρω εξετέθησαν.