4 Δεκεμβρίου 2018

Πώς γέμισε η Ελλάδα με τόσους «Ριχάρδους»;

Το όνομα είναι αριστοκρατικό, παραπέμπει και σε ήρωες του Σαίξπηρ. Μέσα σε λίγα χρόνια, τα ενεχυροδανειστήρια-τρύπες που είχαν πάρε-δώσε κυρίως με τον υπόκοσμο, άνοιξαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Η φτώχεια και η απόγνωση έφερε στην πόρτα τους βέρες γάμου και βαφτιστικούς σταυρούς 

Οταν το 2011 έκανα ρεπορτάζ για τα ενεχυροδανειστήρια στο περιοδικό «BHmagazino», οι ενεχυροδανειστές δεν είχαν ακόμη βγει από τις κρυψώνες τους, ούτε είχαν αναχθεί σε τηλεπερσόνες, με άπλετο διαφημιστικό χρόνο στην τηλεόραση, όπως ο περιβόητος Ριχάρδος. Εβρισκα πεταμένα στον δρόμο, ή στρατηγικά αφημένα στις εισόδους πολυκατοικιών κάτι χαρτάκια με βασικό τίτλο «ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΟ». Η οικονομική κρίση είχε αρχίσει να λιμάρει τα γαμψά της νύχια, αλλά δεν τα είχε μπήξει ακόμη στο δέρμα του έλληνα μεσοαστού, ο οποίος είχε κάποιες οικονομίες στην άκρη και κάποια χρυσαφικά, ούτε καν σε τραπεζική θυρίδα, αλλά φυλαγμένα σε ένα κουτάκι, κάπου βαθιά μες στην ντουλάπα του. 

Το ρεπορτάζ του τότε, μου θύμιζε ταινία των Αδελφών Κοέν. Πηγαίναμε με τον φωτογράφο σε κάτι κρυμμένα υπόγεια, ή σε κάτι μαγαζιά μέσα σε στοές, που απέξω σου έδιναν την αίσθηση ότι ήταν κλειστά. Αλλά δεν ήταν. Φυσικά, στους ίδιους μυστικιστικούς τόνους κινούνταν και οι ίδιοι οι ενεχυροδανειστές. Οσοι είχαν δεχτεί να μου μιλήσουν ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία, δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να φανεί το πρόσωπό τους. Ο φακός εστίαζε στα χέρια τους, που περιεργάζονταν διάφορα κοσμήματα, χρυσές λίρες, ακόμη και βέρες και βαφτιστικούς σταυρούς, που είχαν αρχίσει να τους φέρνουν οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από την κρίση. «Σκότωναν» τα πολύτιμα τιμαλφή τους για χρήματα πολύ κάτω της αρχικής τους αξίας, όμως σε μία κοινωνία στην οποία είχες καταλήξει να δουλεύεις χωρίς να πληρώνεσαι, αυτή η άμεση είσπραξη μετρητών, τους έδινε μια κάποια ικανοποίηση. Και χρήματα αρκετά για να πληρώσουν έστω το τρέχον νοίκι. Δεν πέρασε πολύς καιρός από εκείνο το συνωμοτικού τύπου ρεπορτάζ για τα ενεχυροδανειστήρια της Αθήνας, και κάπου στις αρχές του ’12, άρχισαν να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, σε στρατηγικά σημεία της πόλης, φαντεζί «μαγαζιά» τέτοιου τύπου. Δεν ήταν πια κρυμμένα σε στοές, ούτε σε ανήλιαγα υπόγεια. Βρίσκονταν σε κάθε σημείο της πόλης, σε κεντρικούς δρόμους και πλατείες, σε κάθε γειτονιά. Από την πιο φτωχική, μέχρι την πιο πρωτοκλασάτη. Από τα Πατήσια μέχρι το Ψυχικό και ακόμη παραπέρα. Οι ταμπέλες «ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ» έβγαζαν πλέον μάτι, συχνά είχαν και φωτάκια που αναβόσβηναν γύρω γύρω, παραπέμποντας σε επιγραφές του Λας Βέγκας. Μόνο που εδώ, κάτι έπρεπε να αφήσεις πίσω για να βγεις κερδισμένος. Οι βιτρίνες αυτών των ενεχυροδανειστηρίων που σήμερα η είδηση είναι ότι μεγάλο κομμάτι της παράνομης δράσης τους εξαρθρώθηκε, ήταν καλυμμένες με γράμματα-αυτοκόλλητα που εξηγούσαν ότι αγόραζαν χρυσά κοσμήματα, λίρες, αντικείμενα αξίας με άμεσα μετρητά. 
Οσο η κρίση δυνάμωνε και τα χρήματα λιγόστευαν για όλους μας, αναγκάστηκα κι εγώ κάποια στιγμή να περάσω το κατώφλι ενός τέτοιου καταστήματος, όχι πλέον με την ιδιότητα της δημοσιογράφου, αλλά με τη ρετσινιά της άνεργης που ψάχνει τρόπο να επιβιώσει. Είχα επιλέξει ένα «μαγαζί» στο Παγκράτι που έκοβε και απόδειξη, όμως το αίσθημα της ντροπής ήταν πάντα το ίδιο. 

Ενα χρυσό βραχιολάκι που θυμόσουν ακόμη και τη στιγμή που σου το είχε φορέσει η συνονόματη γιαγιά σου στο μικροσκοπικό σου χέρι, σε ξένα χέρια γινόταν ένα γυαλιστερό αντικείμενο που κάποιος το ζύγιζε, το κοιτούσε με δυσπιστία, το έξυνε με μία λάμα, το λύγιζε, του έβγαζε τις διακοσμητικές του πετρούλες. Αν το δάγκωνε κιόλας, θα ήταν ολοκληρωμένη η σκηνή των Αδελφών Κοέν στο Φαρ Ουέστ της Αθήνας. 
Ωραία λοιπόν και χαρμόσυνη και η επιτυχία της ΕΛ.ΑΣ για την εξάρθρωση του κυκλώματος, όπως την επαίνεσε και ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της Βουλής. Ομως εδώ και πολλά χρόνια, οι διαφημίσεις-κράχτες του Ριχάρδου και των λοιπών «συναδέλφων» του έπαιζαν και ξαναέπαιζαν στην τηλεόραση, τα ενεχυροδανειστήρια-σούπερ μάρκετ ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια ως κερδοφόρες αλυσίδες σε όλη την Ελλάδα και οι φτωχοί, δυστυχισμένοι Ελληνες, έφταναν στο σημείο να βγάζουν από το χέρι την ίδια τους τη βέρα, ή από τον λαιμό του παιδιού τους τον ίδιο του τον σταυρό για να τον (ξε)πουλήσουν και να πληρώσουν τους στιβαγμένους τους λογαριασμούς. 
Η παρανομία αυτού του είδους βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μία εξαθλιωμένη Ελλάδα, και σε απεγνωσμένους Ελληνες που δεν είχαν από ποιον να ζητήσουν δανεικά. Γιατί και οι άλλοι, βρίσκονταν στην ίδια μιζέρια με τη δική τους. 

Και κάπως έτσι, γεμίσαμε με «Χρυσοδάκτυλους». Σίγουρα το styling δεν ήταν εξίσου κομψό με τη Τζέιμς Μποντ ταινία του 1964, ούτε βρέθηκε εγκαίρως κάποιος γοητευτικός Σον Κόνερι για να τους βγάλει από τη μέση και να σώσει την κατάσταση. Τώρα που ο χρυσός άλλων δεκαετιών έχει λιώσει σε κάποιο παράνομο εργαστήριο, τώρα που εκείνο το καταχωνιασμένο κουτάκι με τα χρυσαφικά της μαμάς και της γιαγιάς έχει πλέον αδειάσει, περάστηκαν και οι «χειροπέδες του εγκεφάλου» όπως ανακοίνωσε θριαμβευτικά ο Πρωθυπουργός αναφερόμενος στον Ριχάρδο. 
Να μην ρωτήσω αν οι χειροπέδες είναι από ατόφιο χρυσάφι. Ο χρυσός μάλλον έχει εκλείψει από μία χώρα που αναγκάστηκε να τα πουλήσει όλα, πολύ πιο κάτω από την αντικειμενική και τη συναισθηματική τους αξία.