19 Δεκεμβρίου 2018

Νίκος Δήμου: Οδός Μιχαήλ Βόδα, ένας δρόμος παράδεισος

Με τον Νίκο Δήμου βρεθήκαμε στο σπίτι του και έτσι αναπόφευκτα του ζήτησα αρχικά να με ξεναγήσει στη βιβλιοθήκη του, μία από τις πιο εντυπωσιακές και οργανωμένες βιβλιοθήκες που μπορεί να δει κάποιος σε σπίτι… Συζητήσαμε για διάφορα βιβλία που είδα εκεί και για την καθημερινότητα στην οποία μπαίνει, όταν γράφει. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε να συζητάμε για το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειάς του, που από την πλευρά της μητέρας του φτάνει σε μία πολύ παλιά γενοβέζικη οικογένεια, που ήρθε στη Χίο τον 14ο αιώνα…

Το σημείο της Αθήνας για το οποία θα μας μιλήσετε ποιο είναι;
Θα γυρίσω πάρα πολλά χρόνια πίσω και θα σας μιλήσω για τη γειτονιά στην οποία δεν γεννήθηκα μεν, αλλά μεταφέρθηκα ως βρέφος δέκα μηνών. Οι γονείς μου αρχικά έμεναν στην οδό Μητσαίων, κάτω από την Ακρόπολη, και μετά βρήκαν αυτό το καινούργιο σπίτι στη Μιχαήλ Βόδα στον αριθμό 143. Νοίκιασαν το επάνω πάτωμα, όπου από την πίσω βεράντα του έβλεπες μποστάνια, κληματαριές, κήπους και στο βάθος την Πάρνηθα. Η περιοχή ακόμα χτιζόταν. Όλα τα σπίτια γύρω ήταν νεοκλασικά. Το άλλο ωραίο στοιχείο του δρόμου αυτού ήταν, και ακόμα είναι, ότι πλαισιωνόταν από δενδροστοιχίες. Ήταν ένας δρόμος παράδεισος για τα παιδιά. Εμείς δεν παίζαμε σε αλάνες, η αλάνα μας ήταν αυτός ο δρόμος. Δεν περνούσε ποτέ αυτοκίνητο από εκεί, και όταν περνούσε γινόταν συναγερμός. Φωνάζαμε με ενθουσιασμό: «Αυτοκίνητο, αυτοκίνητο!». Εκεί έζησα την έναρξη του πολέμου. Ήμουν πέντε χρονών, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Εκεί έζησα την Κατοχή…

Ο δρόμος αυτός που ήταν «παράδεισος», στη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε ενός είδους «παράδεισος» ή μετατράπηκε σε «κόλαση»;
Και τα δύο συνέβησαν, στην πιο έντονη μορφή τους. Εκεί έζησα τον φοβερό χειμώνα του ’41, όταν οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Άκουγες μπροστά από το σπίτι μας τη κραυγή «πεινάω», και το πρωί περνούσε ο Δήμος με το κάρο και μάζευε τα πτώματα των ανθρώπων που είχαν πεθάνει από την πείνα και το κρύο. Ο χειμώνας του ’41 δεν ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της Κατοχής, ήταν και ο πιο βαρύς χειμώνας της Κατοχής. Είχε χιόνι ακόμα και μέσα στην πόλη. Τα δάχτυλά μας, όλων των παιδιών, ήταν γεμάτα χιονίστρες. Περάσαμε πάρα πολλές στερήσεις. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός συνέχισε να είναι ο «παράδεισός» μας, αφού και τότε παίζαμε πολύ έξω από τα σπίτια μας. Αυτό το συγκεκριμένο παιχνίδι που έκανα στον δρόμο στη διάρκεια της Κατοχής είναι που ανακαλώ, όταν θέλω να θυμηθώ κάτι ευχάριστο. Με κάνει να νιώθω ωραία. Σκέφτομαι: «Τουλάχιστον έπαιξα εκεί και τότε». Να σας πω επίσης πως από όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, το σπίτι μας έγινε κέντρο για τη γειτονιά, ως καταφύγιο. Μάλιστα, κατά τον καθηγητή του Πολυτεχνείου που έμενε διαγωνίως απέναντι, δεν θυμάμαι το όνομά του, είχε το καλύτερο υπόγειο για καταφύγιο, αφού ήταν διώροφο και είχε πολύ δυνατή κατασκευή από μπετόν αρμέ. Έτσι, όταν χτυπούσε συναγερμός, οι κοντινοί γείτονες έρχονταν στο δικό μας σπίτι. 

Η Μιχαήλ Βόδα 143 αντιπροσώπευε για εσάς την ασφάλεια, μέσα σε αυτή την τρέλα του κόσμου;
Ναι, φυσικά…! Βέβαια, να πω ότι μόνο στην αρχή του πολέμου τρέχαμε στα καταφύγια μόλις ειδοποιούσαν οι σειρήνες. Μετά καταλάβαμε ότι δεν πρόκειται οι εχθροί να βομβαρδίσουν την Αθήνα, εξαιτίας της Ακρόπολης. Άλλωστε το είχαν δηλώσει κιόλας. Έτσι, όταν έρχονταν τα εχθρικά αεροπλάνα, και αυτό συνέβαινε τη νύχτα κυρίως, και βομβάρδιζαν τον Πειραιά ή κάποιες βιομηχανικές ζώνες, εμείς ανεβαίναμε στην ταράτσα και παρακολουθούσαμε το θέαμα. Στα μάτια μας ήταν πραγματικά φαντασμαγορικό. Με τα τροχιοδεικτικά και τους προβολείς που δημιουργούσαν στον ουρανό το «Χ» προσπαθώντας να βάλουν στο κέντρο του το εχθρικό αεροπλάνο για να το χτυπήσουν τα αντιαεροπορικά. Παρόλο που απαγορευόταν να βρισκόμαστε στην ταράτσα, εμείς ανεβαίναμε επάνω και χαζεύαμε. Φέρτε στο μυαλό σας τα πολεμικά παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά σήμερα στο κομπιούτερ, και όλες αυτές τις εικόνες και την περιπέτεια που βλέπουμε στην οθόνη. Εμείς τα ζούσαμε μπροστά στα μάτια μας.  

Επομένως στη διάρκεια αυτών των χρόνων της ζωής σας, όλες σας οι «διαδρομές» γίνονταν σε αυτό τον δρόμο. Αυτός ο στενός διάδρομος ήταν όλο σας το ταξίδι και η περιπέτεια. Ως παιδάκι, επιχειρήσατε ποτέ με τους φίλους σας, σαν μια διαφορετική αίσθηση περιπέτειας, να πάτε στον αποκάτω δρόμο ή στην παραδίπλα γειτονιά;
Μας κυρίευε κάποιες φορές αυτό το κύμα της περιέργειας και της επιθυμίας για περιπέτεια, ναι. Τότε ξεκινούσαμε και πηγαίναμε στον αποκάτω και στους παραδίπλα δρόμους. Όμως, από την Αθήνα βγήκα για πρώτη φορά, όταν ήμουν δέκα χρονών. Αυτό έγινε μετά τα «Δεκεμβριανά» όταν η πόλη, κατά κάποιο τρόπο, ελευθερώθηκε, όχι μόνο από τους Γερμανούς, αλλά και από όλους τους άλλους που την διαφιλονικούσαν. Τότε ήταν που είδα για πρώτη φορά τη θάλασσα και μου αποτυπώθηκε ως ανάμνηση. Αυτό έγινε το 1945, όταν περάσαμε ένα χρονικό διάστημα σε ένα σπίτι στη Γλυφάδα. Αυτή, μέσα στο μυαλό μου, ήταν μια μεγάλη, υπέροχη περιπέτεια. Είχα πάει και πιο μικρός, όταν ήμουν τριών χρονών, έχω φωτογραφίες που είμαι μέσα στη θάλασσα, αλλά δεν το θυμάμαι ως γεγονός. Μετά από εκείνο το καλοκαίρι, μια άλλη, μεγάλη περιπέτεια ήταν όταν τον επόμενο χρόνο πήγαμε στην Κάτω Κηφισιά και μείναμε ως «διακοπές στην εξοχή».

Μας μιλάτε για τις ψυχαγωγικές αλλά και για τις πολύ άσχημες περιπέτειες της ζωής σας, της ζωής ενός ανθρώπου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχουν γίνει πολύ συνηθισμένες εκφράσεις το «είμαστε σε πόλεμο» και «έχουμε Κατοχή»… Τι σκέφτεστε γι’ αυτό; 
Όλοι αυτοί που λένε ότι είμαστε σε Κατοχή, σημαίνει απλώς ότι δεν έχουν ιδέα τι ήταν η Κατοχή, ούτε ενδιαφέρονται πραγματικά να μάθουν. Ο πατέρας μου ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και υποτίθεται ότι ήμασταν άνθρωποι με κάποια ευμάρεια. Ποια ευμάρεια; Η μητέρα μου είχε κληρονομήσει ένα καταπληκτικό πιάνο Bechstein, το οποίο ανταλλάχθηκε για έναν τενεκέ λάδι. Ήρθε ένας βλάχος, αφού είχε μεσολαβήσει ο μαυραγορίτης της περιοχής, και το πήρε.

Ήσασταν μπροστά;
Ναι, φυσικά. Το θυμάμαι ακόμα.

Παρότι ήσασταν μικρό παιδί, αντιληφθήκατε εκείνη τη στιγμή ότι γινόταν μια εντελώς άνιση και ασύμμετρη «ανταλλαγή»;
Απόλυτα. Κυρίως γιατί είχα συνηθίσει να ακούω συχνά να παίζουν κάποια κομμάτια σε αυτό το πιάνο. Μερικές φορές έπαιζα κι εγώ, και εκείνη τη στιγμή καταλάβαινα ότι αυτό τελείωνε για πάντα στο σπίτι μας.

Έχετε περάσει για να δείτε αν υπάρχει ακόμα αυτό το «καταφύγιο» της τότε γειτονιάς; Υπάρχει ακόμα το σπίτι. Τελευταία φορά το είδα πριν μερικά χρόνια, πέρασα από εκεί, είχε μία μεγάλη επιγραφή που έγραφε «Σχολή Τυφλών». Είναι πανάσχημο πλέον, και ευτυχώς που οι τυφλοί δεν το βλέπουν. Ένα σπίτι που εκείνη την εποχή το ονόμαζαν «αρτιφισιέλ». Τότε ήταν της μόδας. Η επικάλυψη του σπιτιού γινόταν με κάτι σαν τσιμέντο, το οποίο το λάξευαν με κάποιο ειδικό εργαλείο και γινόταν σαν να είχε μικρές κυψέλες. Σε ένα χρώμα σκούρο γκρι-καφέ, απαίσιο. Όμως, ο δρόμος ακόμα και σήμερα έχει δέντρα και από τις δύο πλευρές του. Αν περάσει κανείς προχωρημένη άνοιξη είναι καταπράσινα όλα. Δυστυχώς, όμως, έχουν εξαφανιστεί σχεδόν όλα τα ωραία παλιά σπίτια.