12 Οκτωβρίου 2018

Από το νουάρ στο νεοπολάρ, η πολιτική αιχμή του αστυνομικού μυθιστορήματος

Για το μυθιστόρημα του Φρεντερίκ Φαζαρντί, «Κόκκινα Κορίτσια, πάντα πιο Όμορφα» (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, εκδ. Angelus Novus) και του Κώστα Μουζουράκη «Κακό χαρτί» (εκδ. Καστανιώτη).
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Το είδος αστυνομικής μυθοπλασίας που αποκαλείται noir (και το οποίο συχνά ταυτίζεται λανθασμένα με την ασπρόμαυρη αισθητική των χολιγουντιανών ταινιών του ’30 και του ’40) εξελίχθηκε από το hardboiled μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Βασική διαφορά του από το hardboiled και το βρετανικό κλασικό whodunit ήταν ότι ο κεντρικός ήρωας αποτελεί το θύμα, τον θύτη ή τον ύποπτο ενός εγκλήματος και συνήθως δεν είναι επαγγελματίας ή ερασιτέχνης ερευνητής. Πρωτοπόροι του είδους στις ΗΠΑ ήταν ο Κορνέλ Γούλριτς, η Ντόροθι Χιούζ κι ο Τζιμ Τόμσον.
Κι ενώ οι σπουδαιότεροι συγγραφείς του αμερικανικού noir μόνο εμμέσως μπορούσαν να σχολιάσουν την απάτη του αμερικανικού ονείρου, οι Γάλλοι επίγονοί τους, επηρεασμένοι από τους σκληροτράχηλους κλασικούς και διδαγμένοι από την εμπειρία του Μάη, δημιούργησαν ήρωες που αμφισβήτησαν την αστική τάξη και ηθική, γινόμενοι επαγγελματίες δολοφόνοι, μισθοφόροι ή κατά συρροή παραβατικοί.
Αναζητώντας τους λόγους αυτής της μετεξέλιξης, δεν γίνεται να αγνοήσουμε την αντικομμουνιστική υστερία που κυρίευσε τις ΗΠΑ για μια δεκαπενταετία σχεδόν, τον μακαρθισμό που έκρινε ενόχους άνευ αποδείξεων όχι μόνο τους αριστερούς, αλλά κάθε διαφορετικό, αδύναμο ή μοναχικό άτομο. Το στοιχείο του noir –με ισχυρές δόσεις hardboiled– μεταλαμπαδεύτηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’70, μετά την ήττα των κινημάτων που σάρωσαν στα τέλη του ’60 τη δυτική αλλά και την ανατολική Ευρώπη: όταν ο Μάης του ’68 τελείωσε άδοξα, όταν τα τανκς έπνιξαν στο αίμα την Άνοιξη της Πράγας, όταν το όραμα του ευρωκομμουνισμού δεν κατάφερε να αποδώσει καρπούς. Κι ενώ οι σπουδαιότεροι συγγραφείς του αμερικανικού noir μόνο εμμέσως μπορούσαν να σχολιάσουν την απάτη του αμερικανικού ονείρου, οι Γάλλοι επίγονοί τους, επηρεασμένοι από τους σκληροτράχηλους κλασικούς και διδαγμένοι από την εμπειρία του Μάη, δημιούργησαν ήρωες που αμφισβήτησαν την αστική τάξη και ηθική, γινόμενοι επαγγελματίες δολοφόνοι, μισθοφόροι ή κατά συρροή παραβατικοί. Στη Γαλλία το είδος αυτό ονομάστηκε neopolar, στις χώρες του Νότου Μεσογειακό Νουάρ.
Στην Ελλάδα, ήδη από τα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας κάναμε τη γνωριμία των πιο σημαντικών εκπροσώπων του neopolar, από τις εκδόσεις Άγρα, Πόλις και Στάχυ: Ζαν-Μπερνάρ Πουί και Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, Πατρίκ Ρεϊνάλ και Τονίνο Μπενακουίστα, Ζαν-Κλωντ Ιζζό και Τιερί Ζονκέ. Ωστόσο, με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις το 2014, γνωρίσαμε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του είδους, τον χαλκέντερο Φρεντερίκ Φαζαρντί (εκτός από αστυνομικά, έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα, πολιτικά δοκίμια, σενάρια, διηγήματα κ.ά.). Το βιβλίο Κόκκινα κορίτσιαπάντα πιο όμορφα, που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2018 από τις εκδόσεις Angelus Novus, σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά, δεν ανήκει στην αμιγώς αστυνομική βιβλιογραφία του Φαζαρντί. Ο τίτλος προέρχεται από σύνθημα γραμμένο στη διάρκεια του Μάη, η ιστορία είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική. Ο νεαρός Φρέντι ζει στις λαϊκές συνοικίες, αναγκάζεται να παρατήσει το σχολείο για να δουλέψει και να στηρίξει την οικογένειά του, όταν ο πατέρας του παθαίνει ατύχημα. Στα έσοδα της οικογένειας συμβάλει το μικρό παλαιοβιβλιοπωλείο του πατέρα – όπως ακριβώς το παλαιοβιβλιοπωλείο των Φαζαρντί (του οποίου το αληθινό όνομα ήταν Ρονάλ Μορώ). Ο Φρέντι, μαζί με τον παιδικό του φίλο Τέντι, παρότι διαφωνούν με τις απόψεις και τις πρακτικές του φοιτητικού κινήματος, θα συμμετάσχουν στις πορείες και κυρίως στις συγκρούσεις με τους ένοπλους αστυνομικούς. Σε μια πόλη γεμάτη ονειροπαρμένους νεαρούς αστούς και επαγγελματίες χαφιέδες, ο Φρέντι θα εμπλακεί στον φόνο ενός αστυνομικού, για να γλιτώσει τη ζωή του – αλλά και για να εκδικηθεί τη δολοφονία του φίλου του, του Τέντι. Στη συνέχεια, θα φυγαδευτεί στην Αφρική όπου θα εκπαιδευτεί στο αντάρτικο πόλεων και θα καταταγεί στις επίλεκτες μονάδες του στρατού της Νότιας Αφρικής και στο αντάρτικο της Ζιμπάμπουε. Θα επιστρέψει στο αλλαγμένο Παρίσι είκοσι χρόνια αργότερα, για να δοκιμάσει να ξαναπιάσει το νήμα τη ζωή του από εκεί όπου το άφησε.
Με αυτή την προσχηματική αστυνομική πλοκή, ο συγγραφέας διηγείται ξανά την ιστορία του Μάη από την πλευρά των «λαϊκών παιδιών» της εργατικής τάξης, αυτών που οι αρχές αποκαλούσαν «αρουραίους». Οι «αρουραίοι» ήταν οι τελευταίοι που παράτησαν τον αγώνα, αφού γι’ αυτούς η επανάσταση ήταν ζήτημα ανθρώπινης ζωής ή εξαντλητικής δουλειάς μέχρι θανάτου. Σε μια συνέντευξή του στον διαδικτυακό τόπο Europolar, ο Φαζαρντί είχε πει το 2004: «Ο συγγραφέας θα πρέπει να εισάγει τα πολιτικά ζητήματα με διακριτικό τρόπο. Στα βιβλία μου προσπαθώ να δημιουργώ καταστάσεις στις οποίες ενυπάρχουν αντιφάσεις. Η διευθέτηση αυτών των αντιφάσεων επιτρέπει στους ανθρώπους να προχωρήσουν… Αυτό που πρέπει να αποφεύγουμε, αυτό που αδικεί το νουάρ μυθιστόρημα, είναι να γράφεις πολιτικά φυλλάδια-σεντόνια αντί για ιστορίες. Η ανάγνωση ενός νουάρ πρέπει να είναι διέξοδος από την καθημερινότητα. Όταν το ξεχάσεις αυτό, γίνεσαι βαρετός». Παρά τις απόψεις αυτές, ο Φαζαρντί ενίοτε γίνεται διδακτικός, κάτι που απέφευγαν εντέχνως οι Μανσέτ, Ιζζό και Μπενακουίστα. Στα λιτά, περιπετειώδη, αμιγώς αστυνομικά μυθιστορήματα του Φαζαρντί ο αναγνώστης θα εκτιμήσει περισσότερο τη μαεστρία του στο χτίσιμο συναρπαστικών ιστοριών. Κυκλοφορούν: Η Θεωρία του 1%Φονιάδες ΜπάτσωνΜε Κομμένη την Ανάσα (εκδόσεις των Συναδέλφων). Η Νύχτα των Παπουτσωμένων ΓάτωνΜετά τη Βροχή (Angelus Novus). Στην Ελλάδα, παρά την πρόσφατη άνθιση του αστυνομικού μυθιστορήματος, πολλοί λίγοι συγγραφείς γράφουν noir μυθιστορήματα επηρεασμένα από το neopolar. Κυριότερος εκπρόσωπος του είδους, φανερά και δηλωμένα επηρεασμένος από τον Φαζαρντί, είναι ο Κώστας Μουζουράκης, όπως φαίνεται στα δύο μυθιστορήματά του, Φίδια στο Σκορπιό και Κακό χαρτί (εκδ. Καστανιώτη), όπως επίσης ο Βα.Αλ., ο οποίος το 2015 κυκλοφόρησε το καταιγιστικό Το ένα δέκατο του οκτώ (εκδ. Κινούμενοι Τόποι).
Οι παλιότερες γενιές και οι ιστορίες τους συνιστούν τον κύριο όγκο του βιβλίου, αφού ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για τις αξίες και τους αγώνες της γενιάς του Εμφυλίου, προσπαθώντας να διαφυλάξει την ιστορική μνήμη που δεν είναι καταγεγραμμένη.
Στο Κακό Χαρτί, όλα ξεκινούν στη γέφυρα πάνω από τον ηλεκτρικό, στο Θησείο. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος εκτελεί ένα άτομο που του είναι παντελώς άγνωστο, ενώ λίγο πιο πέρα ένας άλλος άγνωστος παίζει μελωδίες με μπαγιάν (ένα είδος ακορντεόν). Σε άλλο σημείο της Αθήνας, κάποια διαφορετική χρονική στιγμή, ο Άρης, επαγγελματίας χαρτοπαίκτης, παριστάνει τον λαγό σ’ ένα στημένο παιχνίδι πόκας. Στο τέλος θα καταλήξει να χρωστάει 56.000 ευρώ (που δεν έχει) σ’ έναν αδίστακτο άνθρωπο της νύχτας – ας τον ονομάσουμε Νεκροθάφτη. Ο Άρης έχει έναν μήνα ακριβώς για να αποζημιώσει τον Νεκροθάφτη, όπως του θυμίζει η σφαίρα που του δίνει ο τελευταίος. Απελπισμένος, ο Άρης θα φύγει από την Αθήνα και θα ζητήσει προσωρινό καταφύγιο στα Γεράνεια όρη, στα ερημωμένα και σχεδόν εγκαταλειμμένα ορεινά χωριουδάκια της περιοχής των Μεγάρων. Θα κάνει τη γνωριμία τριών ηλικιωμένων ανδρών, που παίζουν χαρτιά σαν μοναδική διασκέδαση σ’ ένα μονίμως άδειο καφενείο. Θα γίνει τακτικό μέλος του καρέ τους και θα μάθει πολλά μυστικά της περιοχής. Και όταν του έρθει η ιδέα να βρει τα χρήματα που χρωστάει εκβιάζοντας έναν τοπικό νονό, τον επονομαζόμενο Βαπτιστή, οι τρεις γέροι θα τον βοηθήσουν όσο μπορούν – ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Τα βιβλία του Μουζουράκη δίνουν την αίσθηση ότι είναι ένας από τους ελάχιστους που γνωρίζει πράγματι αυτά που γράφει. Έχει γνωρίσει τους ανθρώπους κι έχει βιώσει τους χώρους που περιγράφει και δεν αντιγράφει βιβλία, τηλεοπτικές σειρές ή κινηματογραφικά στερεότυπα.
Οι παλιότερες γενιές και οι ιστορίες τους συνιστούν τον κύριο όγκο του βιβλίου, αφού ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για τις αξίες και τους αγώνες της γενιάς του Εμφυλίου, προσπαθώντας να διαφυλάξει την ιστορική μνήμη που δεν είναι καταγεγραμμένη. Όσο βρίσκονται ακόμα εν ζωή οι άνθρωποι που πολέμησαν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, καταγράφει την προφορική ιστορία τους. Μαζί με τις δικές τους περιπέτειες, ο Μουζουράκης ξεδιπλώνει τη σαρακατσάνικη παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα των σκληρών νομαδικών φυλών της Όθρυς. Οι τρεις γέροι συμπαίκτες του Άρη είναι ο Δάσκαλος (η μόρφωση σαν αξία καθαυτή κι όχι σαν επαγγελματικός προσανατολισμός), ο Καπετάνιος (ο Σαρακατσάνος που θα πολεμήσει στο Δεύτερο Αντάρτικο και συμβολίζει τον αγώνα και το όνειρο για μια πιο δίκαιη κοινωνία), και ο Μαέστρος, ένας Ιταλός πρώην μαφιόζος που κατάλαβε στο πετσί του ότι το ματωμένο χρήμα σε κυνηγάει εφ’ όρου ζωής. Με σκηνές δράσης που θυμίζουν την Άγρια Συμμορία του Σαμ Πέκινπα και τα γουέστερν σπαγγέτι, ο Μουζουράκης στήνει μια αιματηρή σύγκρουση στη διάρκεια της οποίας θα χάσουν τη ζωή τους μπράβοι, αργυρώνητοι μπάτσοι αλλά και δίκαιοι. Και η πλοκή θα διαγράψει έναν κύκλο και θα φτάσει στην πρώτη σκηνή: στην εκτέλεση πάνω στη γέφυρα, υπό τους ήχους του μπαγιάν. Ο Άρης θα γλιτώσει από τον Βαπτιστή και θα μάθει ότι το χρήμα δεν είναι η υπέρτατη αξία. Αξία έχουν τα ιδανικά, η φιλία, ο αγώνας, η μπέσα. Απομένει πώς θα γλιτώσει από τον Νεκροθάφτη – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Στο Κακό Χαρτί συναντάμε τις εμμονές του συγγραφέα (κάθε συγγραφέας έχει τις δικές του): την αγριάδα και την καθαρότητα της φύσης σε αντίθεση με τη σαπίλα της μεγάλης πόλης, τη σοφία των παλαιότερων γενεών να επιβιώνουν υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες, τη δυσωδία που εκπέμπει η «αγνή ελληνική επαρχία», τη λιτότητα ως συνειδητό τρόπο ζωής και σε κόντρα με τον καταναλωτισμό. Η συμμαχία του νεαρού παραβατικού Άρη με τους γέρους ιδεολόγους θυμίζει μια άλλη Συμμορία, τη Γλυκιά Συμμορία του Νικολαΐδη, και τις διηγήσεις των γέρων αντιστασιακών για τη συμπαράσταση των ποινικών –ενίοτε– στην Ακροναυπλία και την Κέρκυρα. Τα βιβλία του Μουζουράκη δίνουν την αίσθηση ότι είναι ένας από τους ελάχιστους που γνωρίζει πράγματι αυτά που γράφει. Έχει γνωρίσει τους ανθρώπους κι έχει βιώσει τους χώρους που περιγράφει και δεν αντιγράφει βιβλία, τηλεοπτικές σειρές ή κινηματογραφικά στερεότυπα.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο).