8 Μαΐου 2018

Όσοι υπονομεύουν τους θεσμούς πρέπει να ηττηθούν

της Βάσως Κιντή
Είμαστε δημοκρατία και μέσα από τη σύγκρουση που επιτρέπουν οι κανόνες της πρέπει να νικήσουμε τους εχθρούς της

O φίλος του Wittgenstein, Paul Engelmann, διηγείται ότι το 1922 συναντήθηκαν στο Innsbruck ο διάσημος ήδη φιλόσοφος Bertrand Russell με τον πολύ νεότερό του Ludwig Wittgenstein, που υπήρξε μαθητής του πριν τον Α΄ ΠΠ. Ο Russell είχε ιδρύσει ή σχεδίαζε να ιδρύσει μια «Παγκόσμια Οργάνωση για την Ειρήνη και την Ελευθερία» και ήταν καθ’ οδόν για να μιλήσει σε μια αντίστοιχη «Ένωση» γυναικών. Ο Wittgenstein τον επέπληξε τόσο αυστηρά που ο Russell του είπε «Υποθέτω θα προτιμούσες μια Ένωση για τον Πόλεμο και τη Δουλεία». «Καλύτερα αυτό, καλύτερα αυτό!», απάντησε εμφατικά ο Wittgenstein.

Ήταν ο Wittgenstein υπέρ του πολέμου; Όχι φυσικά, παρότι ο Wittgenstein είχε καταταγεί εθελοντικά για να πολεμήσει στον Α΄ ΠΠ υπέρ της πατρίδας του, της Αυστρίας (στον Β΄ΠΠ εγκατέλειψε την έδρα του στο Cambridge για να προσφέρει ακόμη και χειρωνακτική εργασία σε νοσοκομείο της Βρετανίας). Τι εννοούσε λοιπόν με την απάντησή του στον Russell; Με βάση τη γενικότερη φιλοσοφία του, μπορούμε να πούμε πως η στάση του απορρίπτει μια θέση δήθεν ηθικής υπεροχής, που αίρεται υπεράνω των συγκρούσεων και έρχεται αφ’ υψηλού να εκφέρει αυτάρεσκα τον λόγο υποτίθεται της λογικής, της αγάπης, της συμφιλίωσης, της ειρήνης, της ομόνοιας και της ελευθερίας. O Russell είχε ενεργά εναντιωθεί στον Α΄ ΠΠ από μια σκοπιά πασιφισμού. Ο Wittgenstein πήγε να πολεμήσει. «Δεν είναι κι ο πασιφισμός μία θέση στη σύγκρουση;», θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς. Όχι, εάν απορρέει από μια αντίληψη υπεροχής που θέλει να αρθεί υπεράνω των αντιθέσεων, να υπερβεί τις συγκρούσεις, να αναχθεί σε εκείνο το πεδίο γαλήνης, νηνεμίας και απάθειας όπου όλοι και όλα συνυπάρχουν αρμονικά και διευθετούνται χωρίς εντάσεις και πίεση. Είναι μια θέση που επιφυλάσσει στον εαυτό της ένα ρόλο αυτονόητης και αυτοδίκαιης ορθότητας. Όπως γράφει σε ένα κείμενό του ο φιλόσοφος Jonathan Rée για τη συνάντηση Wittgenstein-Russell, «το να παρουσιάζεις τον εαυτό σου ως υποστηρικτή της ‘’Ειρήνης και της Ελευθερίας’’ είναι περισσότερο μια άσκηση έπαρσης (exercise in smugness) και αυτοπροβολής παρά μια ηρωική πράξη ηθικής και πολιτικής αρετής ή μία ουσιώδης συνεισφορά στο κοινό καλό». 

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Διότι περισσεύουν στον δημόσιο χώρο, ειδικά το τελευταίο διάστημα, φωνές που κάνουν εκκλήσεις για ομόνοια, συμφιλίωση, ενότητα, υπέρβαση του διχασμού, από ένα βήμα που βρίσκεται έξω από το πεδίο των συγκρούσεων. Συγκρούονται και αντιδικούν οι φανατικοί και αφελείς ενώ καλούν σε ομόνοια και συνεννοήση οι πιο σοφοί και ώριμοι. Δεν είναι όμως έτσι.

Δεν χρειάζεται να πάμε στον Καντ και να δεχθούμε τη μεταφυσική ιδέα για το «στραβό ξύλο» της ανθρωπότητας (στη μετάφραση Παπανούτσου) και να υποθέσουμε ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η λεγόμενη «αντικοινωνική κοινωνικότητα» η οποία ωθεί τους ανθρώπους στη σύγκρουση όταν βρίσκονται εν κοινωνία και τους φέρνει ξανά μαζί όταν απομακρύνονται. Δεν είναι απαραίτητο δηλαδή να θεωρήσουμε αναγκαία, με μεταφυσικούς όρους, την αντιπαλότητα για την κοινωνία. Αρκεί να στρέψουμε την προσοχή μας στις φιλελεύθερες δημοκρατίες που έχουμε.

Οι δημοκρατίες υπάρχουν ακριβώς επειδή υπάρχουν διαφορές, αντιθέσεις, διαφορετικά συμφέροντα. Συστήνονται για να τις αντιμετωπίσουν με συγκεκριμένες διαδικασίες που δεν είναι διαδικασίες επιβολής αλλά σεβασμού ακριβώς των διαφορών που χαρακτηρίζουν τους πολίτες. Υπάρχουν πλειοψηφίες οι οποίες είναι περιστασιακές και πάντοτε, μα πάντοτε, υπάρχουν μειοψηφίες. Οι διαφορές μπορεί να μετασχηματίζονται, αλλά δεν αναιρούνται, δεν είναι εξαλείψιμες. Η ελευθερία του λόγου και ο διάλογος, συγκροτητικά στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, εξασφαλίζουν ότι οι διαφορές δεν αντιμετωπίζονται με τη βία. Συζητάμε συνεχώς, ακατάπαυστα, ορισμένες φορές πείθουμε αλλά συνήθως παράγουμε συνεχώς νέες διαφορές, νέες διαφωνίες, νέες διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις. Είμαστε στην εποχή του πλουραλισμού που χαρακτηρίζεται, όπως λέει κι ο Isaiah Berlin, όχι μόνο από το ότι έλλογα υποκείμενα διαφωνούν για το πώς θα έχουμε μια συνολική αντίληψη για το καλό αλλά και από το ότι η ίδια η έννοια του καλού έχει σπάσει σε ασύμβατα μεταξύ τους κομμάτια. Αξίες που θεωρούνται σημαντικές δεν μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά με άλλες στην ίδια κοινωνία ή κοινότητα. Κι όμως, παρά τις ασυμφιλίωτες θεωρητικά διαφορές, καλούμαστε να συνυπάρξουμε ως κοινωνία, δηλαδή ως σύνολο που δεν είναι απλώς ένας συμφυρμός ατόμων με αντικρουόμενα και αποκλίνοντα συμφέροντα και απόψεις. Τι είναι αυτό που μας συνέχει; Είναι οι κανόνες και οι θεσμοί μέσω των οποίων διαμορφώνουμε την ιστορία μας και την κοινή μας ζωή και οι οποίοι μας επιτρέπουν να κάνουμε, ως κοινωνία, σχέδια για το μέλλον. Αυτοί οι κανόνες και οι θεσμοί δεν είναι απλώς τυπικοί και διαδικαστικοί. Συμπυκνώνουν πολλές θεμελιώδεις παραδοχές της κοινής μας συμβίωσης. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικοί. Είναι οι όροι για να υπάρχουμε ως κοινωνία.

Όσοι στρέφονται κατά των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή κατά της ελευθερίας του τύπου και της κριτικής, όσοι επιχειρούν να χειραγωγήσουν τη δικαιοσύνη, να υποτάξουν τη Βουλή, να διαβάλουν τα κόμματα, να ελέγξουν την εκπαίδευση και την ενημέρωση, είναι εχθροί της δημοκρατίας. Θέλουν να εξαλείψουν τις διαφορές και να επιβάλουν τη δική τους «σωστή» άποψη. Δεν σέβονται όποιον δεν είναι μαζί τους, θέλουν να υποτάξουν ό,τι διατηρεί την ανεξαρτησία του. Είναι μια αντίληψη αυταρχική, ξένη προς τη δημοκρατία.

Για να το πούμε πιο απλά και για να προσγειώσουμε τη συζήτηση στην καθ’ ημάς πολιτική κατάσταση. Δημοκρατία σημαίνει, μεταξύ άλλων, σεβασμός και διαχείριση των διαφορών. Οι διαφορές συνεπάγονται διαφωνία, κριτική, σύγκρουση, πάντα εντός των κανόνων και των θεσμών που έχει η δημοκρατία. Όσοι υπονομεύουν τους θεσμούς της δημοκρατίας δεν είναι απλώς αντίπαλοι, είναι εχθροί της και μέσα από τις οδούς της δημοκρατίας πρέπει να ηττηθούν. Απέναντι στη χειραγώγηση και στην απάτη πρέπει να πάρεις θέση, δηλαδή στη συγκεκριμένη σύγκρουση να σταθείς απέναντι, κι όχι να αίρεσαι υπεράνω για να συστήσεις από ένα βήμα ηθικής υπεροχής ομόνοια και ειρήνη λες και ζούμε σε κάποιο άλλο πολίτευμα. Δεν είμαστε ούτε εκκλησία ούτε τυραννία για να αξιώνουμε υπέρβαση των διαφορών. Είμαστε δημοκρατία και μέσα από τη σύγκρουση που επιτρέπουν οι κανόνες της πρέπει να νικήσουμε τους εχθρούς της. Αυτή άλλωστε είναι και η μόνη στάση που σέβεται τον αντίπαλο. Διότι τον αντιμετωπίζει ως αυτό που είναι και θέλει να είναι και δεν τον μασκαρεύει σ’ αυτό που βολεύει κάθε φορά.