20 Φεβρουαρίου 2018

Ο κοινωνικός φθόνος βλάπτει σοβαρά την ανάγνωση! (του Βιργίλιου Βεργή)

Το τελευταίο διάστημα γράφω ένα δοκιμιάκι σχετικά με την σημασία της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση. Μία πονεμένη ιστορία. Η επαφή με την γλώσσα ως μέσο αισθητικής, καλλιτεχνικής απόλαυσης φαίνεται να απουσιάζει πλήρως από την κουλτούρα των νεοελλήνων. Τα σχολεία δεν λειτουργούν ως ένα βήμα επαφής του παιδιού με την αναγνωστική εμπειρία, αντιθέτως περιορίζονται στον άγονο ρόλο ενός καταψύκτη ιδεών όπου η λογοτεχνία μας μένει στάσιμη, ιδιωματική, παγιδευμένη σε επαρχιακά περιβάλλοντα, προεπαναστατικές ιδέες και παλαιικούς χαρακτήρες. Εν ολίγοις, η επίσημη εκπαιδευτική ύλη δεν συμβαδίζει στο ελάχιστο με την σύγχρονη πραγματικότητα, με τις αγωνίες νέων ανθρώπων και με την ψυχοσύνθεσή τους. Η διδασκαλία έχει περίπου ομολογιακό χαρακτήρα με αποτέλεσμα η σχολική αίθουσα να μοιάζει περισσότερο με κατηχητικό όπου καθηγητές-παπάδες επαναλαμβάνουν επί έτη με θρησκευτική ευλάβεια το ποίημά τους σε νυσταγμένους μαθητές παρά με χώρο προβληματισμού, διαλόγου και έξαψης της φαντασίας. Κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις ο εκπαιδευτικός επιθυμεί να μεταλαμπαδεύσει γνώσεις, να καλλιεργήσει ό,τι αποκαλούμε βιβλιοφιλία τότε πολύ φοβάμαι ότι οι απόπειρές του είναι καταδικασμένες να ανοίξουν μια τρύπα στο νερό. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι μαθητές εδώ και χρόνια αισθάνονται -δικαίως- ότι αντιμετωπίζονται με προχειρότητα και σοβαροφάνεια. Ειδικότερα στην εφηβεία, σε μια περίοδο επαναστατική και ανατρεπτική όπου τα παιδιά “χάνονται” ανάμεσα σε Subcultures, ριψοκίνδυνες πράξεις και πρώτους έρωτες, οι “σοβαροί ενήλικες” αντιπροτείνουν κοινωνικό συντηρητισμό, θρησκευτικότητα, εθνοκεντρισμό, αποκαθαρμένη ιστορική αφήγηση, αλλοπρόσαλλες φιγούρες της ελληνικής κοινωνίας από τα βάθη του δέκατου όγδοου αιώνα. Το χάσμα και τελικώς η σύγκρουση μοιάζει από την βάση της συζήτησης αναπόφευκτη κι εδώ δεν ευθύνεται η “αποπροσανατολισμένη νεολαία”. Hey! Teacher, leave them kids alone! Όπως έχω ξαναγράψει, οι μαθητές δεν βρίσκουν βαρετή την λογοτεχνία αυτή καθεαυτή αλλά την λογοτεχνία που εξαναγκάζονται να μελετήσουν.

Παρ’όλα αυτά, αν και συχνά δείχνουμε να δυσανασχετούμε με την υπάρχουσα κατάσταση, η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν επιθυμεί να αλλάξει. Άλλωστε είμαστε ένας λαός αμόρφωτος, βαθιά συμπλεγματικός. Σε μόνιμη συγκρουσιακή σχέση εσώτερου εγγράμματου -συνεπώς πολιτισμένου- και αγροίκου συλλογικού εαυτού. Στην πραγματικότητα, η έλλειψη όρεξης του παιδιού για την λογοτεχνία -κυρίως του αγοριού- ικανοποιεί και καθησυχάζει χαζούς γονείς με παρανοϊκές ιδέες και περί ομοφυλοφιλίας. Συχνά παρατηρώ πως το ενδιαφέρον του κοριτσιού για το βιβλίο μεταφράζεται κατά κύριο λόγο ως γυναικεία συμπεριφορά – σχετίζεται δε και με την απαρχαιωμένη αντίληψη του έγκλειστου, περιορισμένου θηλυκού, αφοσιωμένου στο σπίτι του και στα διαβάσματα του.- Από την άλλη, η ανδρική βιβλιοφιλία ερμηνεύεται ως μαλθακότητα, έλλειψη δυναμισμού, συνεπώς κοινωνική αναπηρία άρρηκτα συνδεδεμένη με την φαντασιοπληξία του λογοτεχνικού κόσμου. Ο άνδρας που διαβάζει καλείται να αποδείξει εις διπλούν την “φυσιολογικότητά” του στο κοινωνικό του περιβάλλον ενώ δεν σταματά ανά πάσα στιγμή να κινδυνεύει να θεωρηθεί ασόβαρος, αιθεροβάμων, too nerdy to get a girlfriend.

Οι Βαλκάνιοι γενικότερα δεν ανέχονται οι γόνοι τους να διαφεύγουν της κοινωνικής νόρμας. Ο φόβος του ομοερωτισμού, της φεμινιστικής διάθεσης, της αθεϊας, της δυτικότροπης φιλελευθεροποίησης τρομάζει το Νότο που εξακολουθεί να δαιμονοποιεί -υπογείως- την ανάγνωση, να αντιμετωπίζει τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες ως ρέμπελους και μποέμ με σκοπό να τους περιθωριοποιήσει και να διολισθαίνει συνεχώς σε μία ακατάσχετη ηθικολογία που στερείται λεπτότητας και περιεχομένου. Αρκεί να θυμηθούμε σε ποια κέντρα του κόσμου χτυπά η καρδιά της μεγάλης τέχνης ώστε να διαπιστώσουμε γιατί η λογοτεχνία που ξεπερνά τα ανιαρά αναγνώσματα του σχολικού προγράμματος και τα στενά μας σύνορα υπολογίζεται από τον “σοφό” λαό ως προϊόν παρακμής και ανηθικότητας. Η σοβιετικού τύπου σχέση Ελλήνων-βιβλίου είναι ενδεικτική της ποιότητας της κοινωνίας μας. Η σκόπιμη αποφυγή ένταξης ανανεωτικών κειμένων στην ύλη και η εμμονική προσκόλληση στις ρίζες και στο ένδοξο μυθολογικό παρελθόν αναδεικνύει ακριβώς τη βάση του προβλήματος. Ένας λαός που αρνείται να προοδεύσει και συνεπώς αρνείται να διαβάσει διότι ουσιαστικά απεχθάνεται ό,τι έχουν να του πουν οι μεγάλοι συγγραφείς της Αμερικής και της Ευρώπης. Ένας λαός που υπολογίζει την καλλιέργεια -κατά τα κομμουνιστικά πρότυπα- ως πολυτέλεια της αστικής τάξης που βρίσκεται εντελώς αποκομμένη από τα προβλήματα των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων και εν τέλει αποτελεί τροχοπέδη στη κοινωνική πρόοδο.