24 Νοεμβρίου 2017

O Ντοστογιέφσκι στο τηλέφωνο (2)

του Χρήστου Τσιάμη (ανταπόκριση από το Μανχάταν).

Το χαρτί και το γυαλί

Για τους Αμερικάνους δυο πράγματα μετράνε πιό πολύ στη ζωή: το μέγεθος και η ταχύτητα (ένα τρίτο, το χρήμα, είναι συνάρτηση αυτών των δυο). Aπό αυτή την άποψη, τα ‘έξυπνα τηλέφωνα’ (smart phones), φαίνεται να παρουσιάζουν ένα υπαρξιακό δίλημμα για τον Αμερικάνο. Γιατί, από τη μιά, του προσφέρουν πρωτοφανή ταχύτητα πληροφορίας και προσωπικής επικοινωνίας μέσω λέξεων και εικόνων (κάτι που επίσης αγαπά ο μέσος Αμερικάνος), από την άλλη, όμως, αυτό γίνεται μέσω μιας οθόνης μινιατούρας. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: στις προτιμήσεις του Αμερικάνου, ανάμεσα σε αυτά που του προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, τι θα υπερισχύσει στο τέλος: το μέγεθος ή η ταχύτητα;

Μερικές ενδείξεις (όπως οι ανερχόμενες πωλήσεις τηλεοράσεων με όλο και πιό τεράστιες οθόνες) μας λένε ότι δεν το αποχωρίζεται εύκολα το υπερβολικά μεγάλο αντικείμενο ο Αμερικάνος. Κάποιες μελέτες, όμως, δείχνουν ότι η μικρή αυτή συσκευή, που είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι δηλώνεται στο όνομα της (τηλέφωνο) και που μόλις γιόρτασε τα δέκα της χρόνια, μεταβάλλεται σιγά σιγά σε μια ουσία εξάρτησης και, επομένως, ίσως να φτάσουμε στο σημείο που δεν θα πρόκειται καν για θέμα εκλογής, μιας και η χρήση της θα έχει γίνει πιά μια οργανική ανάγκη. (Παρεμπιπτόντως, παίρνουμε σαν σημείο αναφοράς την Αμερική γιατί για έναν περίπου αιώνα η πλειονότητα των τάσεων στις σφαίρες των κοινωνικών, πολιτιστικών και τεχνολογικών εξελιξέων ξεκινάει από εκεί, κι έτσι οι όποιες παρατηρήσεις μας για αυτό το περιβάλλον θα μπορούσαν επίσης να προεκταθούν, εκ του ασφαλούς, και σε άλλες κοινωνίες όπως η ελληνική.) Εκείνο που μας ενδιαφέρει όμως πιό συγκεκριμένα εδώ είναι ο αντίκτυπος που έχουν αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις στον χώρο του βιβλίου και της αναγνωστικής εμπειρίας εν γένει.

Πριν μια δεκαετία εμφανίστηκε στην Αμερική το ηλεκτρονικό βιβλίο (e-book), υπό τη μορφή της μικροσυσκευής Κιντλ (Kindle). Αμέσως, όλοι έσπευσαν να γράψουν τον επικήδειο του βιβλίου στην έντυπη μορφή του. Μια πλακέ μικρή συσκευή, ελαχίστου βάρους, φαινόταν να αντικαθιστά ψηφιακά την τυπογραφία και το βιβλίο και, δια μαγείας θάλεγες, μπορούσε να παρουσιάσει κατ’ επιταγή του αναγνώστη, στη μικρή της οθόνη, μυριάδες σελίδες από μυριάδες βιβλία κάθε εποχής και να ικανοποιήσει οποιανδήποτε προτίμηση εσπευσμένως και με εξαιρετικά μειωμένο κόστος σε σχέση με τις έντυπες μορφές των βιβλίων. Επιπλέον, το ηλεκτρονικό βιβλίο ήταν πιό επικερδές για τους εκδότες μιας και το κόστος παραγωγής του και διανομής του είναι σχεδόν μηδενικό. Επομένως, οι προγνώσεις περί εξαφάνισης του έντυπου βιβλίου είχαν μια εξαιρετικά λογική βάση.

Οταν πρωτοέφτασα στη Νέα Υόρκη, πριν δεκαετίες, μου είχε κάνει εντύπωση ο μεγάλος αριθμός ατόμων κάθε ηλικίας που διάβαζαν κάποιο έντυπο (εφημερίδα ή βιβλίο) στον «υπόγειο» σιδηρόδρομο της πόλης. Για έναν νεαρό φοιτητή περιορισμένων πόρων ήταν θεού ευλογία να ενημερώνεται (εν περιλήψει από τους τίτλους) από τις ανοιχτές, δίπλα του ή απέναντι, σελίδες των εφημερίδων και να του κεντρίζουν την περιέργεια συγγραφείς και τίτλοι βιβλίων που απορροφούσαν τους συνταξιδιώτες του κατά τη μακρινή διαδρομή από το σπίτι στο πανεπιστήμιο. Και ξάφνου, το 2007, αρχίζουν να εμφανίζονται τα βιβλία-οθόνες. Νέοι, κατά το πλέιστον, στην αρχή αυτοί που τα κρατούσαν. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να εμφανίζονται και στα χέρια ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας (υπέθετα πως είχαν φτάσει στα χέρια τους σαν δώρα Χριστουγέννων ή και γενεθλίων), και ο αριθμός των εντύπων στα χέρια των επιβατών στον «υπόγειο» της Νέας Υόρκης όλο και μειωνόταν αισθητώς με τον καιρό. Σε δυο τρία χρόνια, με την άφιξη του μεγενθυμένου ‘έξυπνου τηλεφώνου’, το έντυπο στον υπόγειο άρχισε να γίνεται ένα σπάνιο αντικείμενο. Κι επίσης άρχισε να λιγοστεύει και η χρήση της συσκευής Κίντλ μιάς και η οθόνη του ‘έξυπνου τηλεφώνου’ είχε πλησιάσει τις διαστάσεις της Κιντλ, κι έτσι η οθόνη του προσέφερε εξ ίσου καλή αναγνωσιμότητα κειμένων. Αυτές ήταν οι άτυπες παρατηρήσεις μου στο συγκεκριμένο περιβάλλον που περιέγραψα και που λίγο πολύ συνέπιπταν με τις εκτιμήσεις των ειδικών που δημοσιεύονταν από καιρό σε καιρό. Μέχρι τώρα, που οι ειδικοί αρχίζουν να βλέπουν κάποιες καινούργιες και απρόβλεπτες τάσεις…

Συγκεκριμένα μεταξύ του 2015 και του 2016, στην Αμερική, παρατηρείται μια μεγάλη πτώση (22%) στην πώληση ηλεκτρονικών βιβλίων ενώ οι πωλήσεις των βιβλίων σκληρού εξώφυλλου (hard-cover) σημειώνουν πολύ μικρότερη πτώση (8.5%). Τα φθηνότερα χαρτόδετα (paperback) βιβλία σημειώνουν άνοδο (6%), και ακόμα μεγαλύτερη άνοδο (35%) σημειώνουν τα ψηφιακά (digital) «βιβλία ακρόασης» (audiobooks). Μαθαίνουμε, επίσης, σύμφωνα με μια μελέτη, ότι το 2015 το 43% των ενηλίκων Αμερικάνων είχαν διαβάσει ένα έργο λογοτεχνίας για διασκέδαση (και όχι δηλαδή για πανεπιστημιακές ή άλλες σπουδές). Τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν, σύμφωνα με μια παρόμοια μελέτη, το ποσοστό αυτό ήταν 57%. Τέλος, ο Σύλλογος των Αμερικανών Βιβλιοπωλών ανακοίνωσε ότι, το 2016, είχε 1.775 μέλη σε σχέση με 1.410 μέλη το 2010. Οντως μια σημαντική αύξηση. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά για το παρόν και για το μέλλον του βιβλίου και του αναγνωστικού κοινού;

Από μια πρώτη θεώρηση των παραπάνω αριθμών, μπορούμε να βγάλουμε διάφορα συμπεράσματα. Κατ’ αρχάς, φαίνεται πως, μέσα σε μια δεκαετία, αφού πέρασε πιά η έλξη του νεωτερισμού των ηλεκτρονικών βιβλίων, άρχισε μια παλλινόστηση του αναγνωστικού κοινού προς το έντυπο βιβλίο. Επίσης φαίνεται ότι, έχοντας συνηθίσει στις χαμηλές τιμές των ηλεκτρονικών βιβλίων, οι παλλινοστούντες στρέφονται πιά προς το φθηνότερο έντυπο βιβλίο, το χαρτόδετο, παρά προς τις πιό ακριβές εκδόσεις βιβλίων σκληρού εξώφυλλου. Γιατί άραγες συμβαίνει κάτι τέτοιο παρά τις προβλέψεις πολλών προφητών της ψηφιακής/λογισμικής σχεδόν-θρησκείας, όπως ο Στηβ Τζόμπς, ότι το έντυπο βιβλίο θα κατέληγε με άλλα άχρηστα πράγματα στο πατάρι της Ιστορίας; Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Θα αναφέρουμε μερικούς που, κατά τη γνώμη μας, αφορούν τουλάχιστον αυτούς που είναι λάτρεις της λογοτεχνίας.

Κατ’ αρχάς, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, μπαίνουμε σε έναν χώρο που είναι κτίσμα του συγγραφέα. Στο έντυπο βιβλίο έχουμε τη φυσική αίσθηση αυτού του χώρου καθώς προχωρούμε, κυριολεκτικά, είς βάθος κατά την ανάγνωση του βιβλίου απ’ την αρχή προς το τέλος. Και αν χρειαστεί να επιστρέψουμε σε κάποιο σημείο του βιβλίου όπου ίσως υπάρχει ένα κλειδί που θα μας ανοίξει μια πόρτα, έτσι ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας στο βιβλίο, επιστρατεύουμε μια κίνηση του χεριού παρεμφερή, για να ανοίξουμε τα μικρά πορτόφυλλα από χαρτί, όπως λίγο πιό πρίν όταν ανοίγαμε την ξύλινη πόρτα του δωματίου που μας φιλοξενεί για την ανάγνωση του βιβλίου. Δεν έχουμε ακριβώς την ίδια αίσθηση αυτής της φυσικής «συνδιαλλαγής» με τον χώρο και τον χρόνο (την αίσθηση του χρόνου που δημιουργεί η φυσική απόσταση παραγράφων στις σελίδες) του συγγραφέα όταν τα άκρα των δακτύλων μας απλώς αγγίζουν ανεπαίσθητα της οθόνης το γυαλί στην ηλεκτρονική μικροσυσκευή και δεν πάνε χιλιοστό παραπέρα: η σελίδα «ανανεώνεται» μπροστά μας στιγμιαία.

Επίσης, η ανάγνωση του τυπωμένου βιβλίου αφήνει μνήμες φυσικές στη φυσική ύπαρξή σου: τη μυρωδιά του χαρτιού, την υφή του στα χέρια σου (την αφή της ποιότητας του χαρτιού, το μέγεθος, το βάρος του), το παρουσιαστικό του που δεν είναι μόνο η εικόνα του εξώφυλλου αλλά μια όψη τρισδιάστατη. Ετσι, όπως και με τις άλλες μνήμες της ζωής του, ο αναγνώστης ανακαλεί την εμπειρία της ανάγνωσης ενός έντυπου βιβλίου μέσα σε ένα μείγμα μνήμης που συνδυάζει τις αισθήσεις (όραση, οσμή, αφή) και για αυτό είναι και πιό έντονη. Το έντυπο βιβλίο λοιπόν αποκτά μια αυτόνομη φυσική ύπαρξη στον κόσμο του αναγνώστη (στη βιβλιοθήκη του, στα ράφια και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων) που προκαλεί τη μνήμη του όποτε τύχει να υποπέσει στην αντίληψή του. Το ηλεκτρονικό βιβλίο, από την άλλη, έχει μιαν «εκτός σώματος» (disembodied) ύπαρξη και χρειάζεται «αναζήτηση» στα βάθη μιας… υπερφορτισμένης μνήμης για να το εντοπίσεις.

Οταν κάποτε είχαν ρωτήσει τον μεγάλο αοιδό της όπερας Λουτσιάνο Παβαρότι γιατί πάντα κρατούσε ένα λευκό μαντήλι σφιχτά στο χέρι του στις παραστάσεις του, έκεινος απάντησε ότι καθώς στεκόταν μονάχος ανάμεσα στην ομάδα των μουσικών με τα όργανα τους και στο πολυπληθές κοινό είχε ανάγκη από έναν…φίλο (προφανώς, να του κρατάει το χέρι). Και το μαντήλι ήταν ακριβώς αυτό! (Το είπε μάλλον σαν αστείο που έκρυβε όμως μια μεγάλη δόση πραγματικότητας). Θα πρότεινα, λοιπόν, εδώ πως κάπως έτσι θα μπορούσαμε να δούμε και τον ρόλο του έντυπου βιβλίου (και του περιοδικού τύπου) για πολλούς αναγνώστες των ημερών μας.

Ας επανέλθουμε, όμως, στις στατιστικές που αναφέραμε προηγουμένως. Ενα (θλιβερό) συμπέρασμα που αντλούμε από αυτές, σχετικά με τις αναγνωστικές προτιμήσεις του Αμερικάνικου αναγνωστικού κοινού, είναι ότι μειώνεται αισθητώς ο αριθμός αυτών που διαβάζουν κάποιο είδος λογοτεχνίας. ( Αν μετατρέψουμε αυτά τα ποσοστά του πληθυσμού σε αριθμούς, μιλάμε για μείωση κατά δεκάδες εκατομμύρια αναγνωστών μέσα σε μια τριακονταετία.) Το πιό σημαντικό όμως που φαίνεται να υποδεικνύουν αυτοί οι αριθμοί είναι ότι όλο και πιό λίγοι Αμερικάνοι διαβάζουν. Στο χαρτί ή στο γυαλί. Από τη σημαντική αύξηση των «βιβλίων ακρόασης», συμπαιρένουμε ότι όταν πρόκειται για επιμήκη κείμενα, όπως ένα βιβλίο, οι Αμερικάνοι προτιμούν να…τους τα διαβάζουν! Οπισθοδρομούμε άραγες προς αναλφαβητισμό; Θα χρειαστούν μερικές δεκαετίες για να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε πού οδηγούν αυτές οι τάσεις.

Γεγονός που με φέρνει πίσω στον «υπόγειο» σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης και στις πιό πρόσφατες άτυπες παρατηρήσεις μου. Όποτε μπαίνω σε ένα βαγόνι, αυτές τις μέρες, παρατηρώ ότι η μεγάλη πλειονότητα των επιβατών έχουν μπροστά τους και ασχολούνται διαρκώς με μια κάποια μικροσυσκευή. Παρατηρώ επίσης ότι πολλοί απασχολούνται παίζοντας κάποιο παιχνίδι στην οθόνη τους, άλλοι ακούνε μουσική (με τα καλώδια στ’ αυτιά και το κεφάλι να κινείται με τον ρυθμό), κι άλλοι ανανεώνουν διαρκώς την οθόνη τους με νευρικό ρυθμό καθώς περνάν από μπροστά τους διάφοροι τίτλοι (άρθρων προφανώς) συνοδευόμενοι από εικόνες. Μερικοί φαίνονται να διαβάζουν και να απαντούν σύντομα μέϊλ. Με λίγα λόγια, κανείς δεν φαίνεται απορροφημένος στην αναγνώση κάποιου βιβλίου, έστω και ηλεκτρονικού. Ετσι, αν πάρω αυτές τις παρατηρήσεις μου τοις μετρητοίς, η διάγνωση για τον κόσμο του βιβλίου είναι μάλλον απογοητευτική. Φαίνεται να βαίνουμε προς μια ηλεκτρονική αποχαύνωση, προς μια κατάσταση μαζικού σχεδόν υπνωτισμού. Σκέφτομαι πως αν από αυτούς τους νέους και τις νέες που βλέπω στον «υπόγειο» της Νέας Υόρκης, με τα ακουστικά στ’ αυτιά και με τα μάτια τους στραμμένα στη μικρή οθόνη, σκέφτομαι λοιπόν πως αν από αυτούς θα προέλθουν οι νέοι συγγραφείς (οι μυθιστοριογράφοι, οι διηγηματογράφοι) της χώρας, ποιά καθημερινή γλώσσα άραγες πιάνει το αυτί τους, τι είδους συμβάντα υποπίπτουν στην αντίληψή τους που θα εμπλουτίσουν τον κόσμο της γραφή τους; Τελικά το ερώτημα είναι: ποιόν αλλόν κόσμο βλέπουν πέραν από τον δικό τους, τον εσωτερικό; Και, σε τελική φάση, πέραν από αυτούς τους ίδιους ποιός θα ενδιαφέρεται γι αυτό; Μήπως βαίνουμε προς ένα άλλο τέλος εδώ, ακόμα χειρότερο από το προσδοκώμενο τέλος του έντυπου λογοτεχνικού βιβλίου;

Τελικά, για τον Αμερικάνο η εκλογή ανάμεσα στο μέγεθος και την ταχύτητα, όπως το θέσαμε στην αρχή του κειμένου αυτού, δεν είναι μια πραγματική εκλογή. Οι μονοθεϊστές της σύγχρονης τεχνολογίας ξέχασαν ότι η Αμερική δεν είναι χώρα…μονοθεϊκή. Παρόλο ότι οι Αμερικάνοι θέλουν πληροφόρηση και επικοινωνία στο πι και φι, στις προτιμήσεις τους δεν υπάρχει υποκατάστατο για το όσο-το-δυνατόν πιό μεγάλο φυσικό αντικείμενο. Οσο για το βιβλίο, κατά τη γνώμη μας, το μεγαλύτερο ερώτημα δεν είναι αν θα επικρατήσει το χαρτί ή το γυαλί. Απ’ ό,τι φαίνεται, για τις γενιές που έχουν μεγαλώσει με αγάπη για τη λογοτεχνία, και τον γραπτό λόγο εν γένει, η φυσική υπόσταση του βιβλίου ασκεί ακόμα μια μεγάλη έλξη (και μάλλον, στο εμπόριο, έχουμε φτάσει σε μια ισορροπία.) Το ερώτημα είναι αν αυτή η έλξη θα διατηρηθεί με κάθε νέα γενιά που ακολουθεί.

info: Για το πρώτο μέρος του άρθρου «Ο Ντοσγιέφσκι στο τηλέφωνο» μπορείτε να πατήσετε εδώ