20 Οκτωβρίου 2017

Democracy, hegemony, ideology, Autonomy, Utopia. Παγκόσμια πολιτική ορολογία που προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα, αλλά καθιερώθηκε πολλούς αιώνες αργότερα...

Σε ένα αγγλικό λεξικό 80 χιλιάδων περίπου λέξεων, το 5% των λέξεων προέρχεται απευθείας από την ελληνική γλώσσα, ενώ το 25% δανείζεται ελληνικές ρίζες. Αναμφίβολα, η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις πλουσιότερες του κόσμου με περισσότερες από πέντε εκατομμύρια λέξεις και 70 εκατομμύρια τύπους λέξεων.

Κύριες πηγές του διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου είναι τα ελληνικά και τα λατινικά. Η ελληνική γλώσσα έχει δανείσει πολλές λέξεις και στον κλάδο της πολιτικής επιστήμης. Στην αγγλική ορολογία, ορισμένες από αυτές είναι:


Politics: Η λέξη πολιτική προέρχεται από την ίδια λέξη που προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου του Αριστοτέλη «Πολιτικά». Ο όρος πολιτική κυριολεκτικά αναφέρεται στις υποθέσεις των πόλεων. Περί το 1430 εμφανίστηκε στο αγγλικό λεξιλόγιο ως «politicus», λατινικοποιημένος όρος της ελληνικής λέξης πολιτικός. Αυτός δηλαδή που αναφέρεται στους πολίτες ή ανήκει στην πόλη.

Ideology: Τον 18ο αιώνα, ο Γάλλος φιλόσοφος Destutt de Tracy ήταν ο πρώτος που ένωσε τις ελληνικές λέξεις ιδέα και λόγος και έφτιαξε τη λέξη «idéologie». Μετά την έκδοση του βιβλίου του Καρλ Μαρξ «Η Γερμανική Ιδεολογία», η λέξη χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες. Ενσωματώθηκε στο αγγλικό λεξιλόγιο το 1907 με τη σημασία του «συστηματικού συνόλου ιδεών και δογμάτων με το οποίο ερμηνεύεται ο κόσμος».

Democracy: Το ουσιαστικό εμφανίστηκε στο αγγλικό λεξιλόγιο τον 16ο αιώνα από τη γαλλική λέξη «démocratie», που προερχόταν από τη λατινική λέξη «democratia», η οποία με τη σειρά της δανείζεται την ελληνική λέξη «δημοκρατία». Πρόκειται για την ένωση των λέξεων «δήμος», που σημαίνει ο λαός, ο απλός άνθρωπος και «κράτος», από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής κρατέω-ῶ, μεταξύ των οποίων σημαίνει επιδεικνύω δύναμη, εξουσιάζω. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει και ασκείται από τον λαό, καθώς επίσης υπηρετεί και τα συμφέροντα του.

Hegemony: Από την ελληνική λέξη ηγεμονία, παράγωγο του ρήματος ἡγοῦμαι. Η ηγεσία, η αρχηγική ικανότητα. Επίσης σημαίνει και το κυρίαρχο κράτος, την κυρίαρχη πόλη. Στις πολιτικές επιστήμες, η σημασία της λέξης «ηγεμονία» μελετήθηκε κυρίως από τον μαρξιστή φιλόσοφο Αντόνιο Γκράμσι.

Autonomy: Ένωση των ελληνικών λέξεων αυτός/εαυτός και νόμος. Αυτονομία σημαίνει ανεξαρτησία. Σε πολιτικό επίπεδο νοείται ως μια διοικητική ομάδα, η οποία ρυθμίζει η ίδια τους νόμους και τις αποφάσεις της. Στο αγγλικό λεξιλόγιο ενσωματώθηκε κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Το το 5% των λέξεων της αγγλικής γλώσσας προέρχεται απευθείας από την ελληνική γλώσσα. Συνολικά, το 25% έχει δανειστεί λέξεις με ελληνική ρίζα

Rhetoric: Η ρητορική προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό ῥήτωρ. Πρόκειται για τη τέχνη του ρήτορα, την ικανότητα ενός ατόμου να εκφωνεί μία πειστική και αποτελεσματική ομιλία συνήθως ενώπιον κοινού. Με τον όρο ρητορική νοείται ο τομέας μελέτης και τεχνικής, ο οποίος ασχολείται με τη σύνθεση του προφορικού, αλλά και του γραπτού λόγου. Στο λεξιλόγιο της αγγλικής γλώσσας εμφανίστηκε πρώτη φορά στις αρχές του 14ου αιώνα. Η ρητορική είναι μια πολύπλοκη τεχνική σπουδή. Στη σύγχρονη εποχή με την πολυσύνθετη αυτή τεχνική ασχολήθηκαν κυρίως κοινωνιολόγοι και λιγότερο πολιτικοί επιστήμονες ενώ συχνά συνδύαζαν τη μελέτη της ρητορικής με τα δικαιώματα ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της συγκέντρωσης.



Το το 5% των λέξεων της αγγλικής γλώσσας προέρχεται απευθείας από την ελληνική γλώσσα. Συνολικά, το 25% έχει δανειστεί λέξεις με ελληνική ρίζα... 

Tyrant: Ο απόλυτος κυρίαρχος, ο μονάρχης μιας πόλης, η εξουσία που αποκτήθηκε με παράνομα μέσα. Προέρχεται από την ελληνική λέξη τύραννος. Η σημασία της λέξης διαφοροποιήθηκε. Οι αρχαίοι Έλληνες αρχικά χαρακτήριζαν τύραννους τους σφετεριστές της εξουσίας η πολιτική των οποίων ήταν μετριοπαθής και συχνά δίκαιη, ενώ βασιλείς εννοούσαν τους απόλυτους μονάρχες που συνέχιζαν την απόλυτη κυριαρχία τους των προγόνων τους , υπεράνω νόμου. Στην Αγγλία εμφανίστηκε τον 13ο αιώνα.

Utopia: Το ουσιαστικό εμφανίστηκε πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τόμας Μορ. Ο Βρετανός πολιτικός περιέγραφε ένα φανταστικό νησί στον Ατλαντικό Ωκεανό, το οποίο είχε το ιδανικό κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Ο Μορ ένωσε τις δύο ελληνικές λέξεις «ου» και «τόπος». Κυριολεκτικά η λέξη σημαίνει πουθενά και η ουτοπία περιγράφει ιδανικές καταστάσεις που είναι αδύνατον να υλοποιηθούν. Η ουτοπία όταν αναφέρεται σε κάτι θετικό, αποκαλείται και ευτοπία, ενώ όταν περιγράφει κατά εξαιρετικά αρνητικό και καταστρεπτικό έχει την σημασία της δυστοπίας.

Anarchy: Η κατάσταση μιας κοινωνίας, ομάδας ανθρώπων ή ενός ατόμου, ο οποίος απορρίπτει την έννοια της ιεραρχίας. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 404 π.Χ κατά την περίοδο των Τριάκοντα Τυράννων, όταν δεν υπήρχε κανένας άρχοντας. Πρόκειται για την ένωση του στερητικού α και της λέξης άρχων. Το 1530 η λέξη ήταν κομμάτι του αγγλικού λεξιλογίου. Έκτοτε, η σημασία της λέξης έχει απασχολήσει πολλούς κοινωνικούς και πολιτικούς επιστήμονες. Ο αναρχισμός, η κατάσταση της απουσίας της εξουσίας αποτελεί ένα ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα με το οποίο έχουν ασχοληθεί αρκετοί πολιτικοί και κοινωνικοί αναλυτές.

Economy: Το 1530 η έννοια της οικονομίας ήταν η διαχείριση του νοικοκυριού. Στα μέσα του 17ου απέκτησε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή τη χρήση των πόρων με λιτό και συνετό τρόπο. Στην επιστημονική ορολογία, οικονομία σημαίνει τη μελέτη των φαινομένων που αφορούν στην παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση. Η λέξη είναι σύνθεση των αρχαίων ελληνικών λέξεων οίκος και του ρήματος νέμω, που σημαίνει μοιράζω, κατανέμω....